επιμέλεια: Θανάσης Γιαλκέτσης
Ελευθεροτυπία
20 Μαρτίου 2011
Εμείς που ζούμε στο «προνομιούχο» τμήμα του κόσμου, στην πλούσια και αναπτυγμένη Δύση, πώς αντιμετωπίζουμε τον ξένο, τον μετανάστη;
Στο ερώτημα αυτό επιχειρεί να δώσει μια απάντηση το ακόλουθο άρθρο του Γκουστάβο Ζαγκρεμπέλσκι, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα La Repubblica.
Αν συμβουλευτούμε συντάγματα και διεθνείς συμβάσεις, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει ήδη μια υπερεθνική νομική τάξη, που φιλοδοξεί να γίνει κοσμοπολιτική, σύμφωνα με την οποία τουλάχιστον ένας πυρήνας θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αναγνωρίζεται σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, ανεξάρτητα από τη γη στην οποία γεννήθηκε ή την κοινωνία στην οποία ζει. Αυτό είναι μια πρόοδος του πολιτισμού. Στις αρχαίες κοινωνίες, ο ξένος ήταν ο εξ ορισμού εχθρός και μπορούσαν να τον ληστέψουν ή και να τον σκοτώσουν. Κυριαρχούσε η ιδέα ότι η ανθρωπότητα ήταν διαιρεμένη σε χωριστές και εχθρικές μεταξύ τους κοινότητες. Από τότε πολλά άλλαξαν, κυρίως εξαιτίας των απαιτήσεων των εμπορικών συναλλαγών. Ο πανελλήνιος νόμος και το ρωμαϊκό jus gentium, πολύ μακρινοί πρόγονοι του διεθνούς δικαίου, γεννιούνται από αυτές τις απαιτήσεις. Στη συνέχεια, ο χριστιανικός οικουμενισμός έδωσε τη δική του συμβολή. Στη χριστιανική μεσαιωνική πολιτεία, η ιδέα του ξένου χάνει την αιχμηρότητά της και η λειτουργία της διάκρισης και του αποκλεισμού μεταφέρεται κυρίως στον άπιστο ή τον αιρετικό. Και ο ουμανιστικός και ορθολογικός οικουμενισμός έδωσε την τελευταία ώθηση. Η έννοια του ξένου όμως, με το νόημα του διαχωρισμού και της διάκρισης, ποτέ δεν πέθανε. Αντίθετα μάλιστα, σιγόκαιγε πάντοτε κάτω από τη στάχτη, έτοιμη να υποστηρίξει «νόμιμα» την ύπαρξη ενός δικού μας οίκου, ενός δικού μας έθνους, μιας δικής μας τάξης, μιας δικής μας ευημερίας. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του περασμένου αιώνα προσέφυγαν με σκληρότητα σε αυτήν την έννοια του ξένου. Για παράδειγμα, η «Χάρτα της Βερόνας», το μανιφέστο του φασισμού του Σαλό, δήλωνε λακωνικά: «Οσοι ανήκουν στην εβραϊκή φυλή είναι ξένοι», προδιαγράφοντας τη δήμευση των περιουσιών και την εξόντωση ζωών. Μια μόνη λέξη, τρομερές συνέπειες. Μπορούμε να πούμε ότι, μετά από αυτές τις ξενόφοβες τραγωδίες, η «Οικουμενική Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου» του 1948 αντιπροσωπεύει την καταδίκη αυτής της αντίληψης της διαίρεσης της ανθρωπότητας σε εχθρικούς μεταξύ τους κοινωνικούς και εδαφικούς τομείς. «Ολοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι σε αξιοπρέπεια και δικαιώματα». Η ένταξη σε ένα κράτος ή σε μια κοινωνία περνάει σε δεύτερο πλάνο και δεν μπορεί να είναι πλέον λόγος διάκρισης. Ολα καλά λοιπόν; Ας προσπαθήσουμε να δούμε το ζήτημα από τη σκοπιά των ξένων που σήμερα έρχονται κατά κύματα στις χώρες μας. Θα αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους σε αυτήν την «ανθρώπινη οικογένεια», για την οποία μιλούν οι διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα; Θα συμφωνήσουν με την άποψη ότι η λέξη ξένος δεν συνεπάγεται διακρίσεις; Η παγίδα βρίσκεται στη διάκριση ανάμεσα σε «νόμιμο» ξένο και σε «μη νόμιμο» ή «παράνομο» ή «λαθρομετανάστη». Αυτό που είναι «μη νόμιμο» θα έπρεπε να βρίσκει στον νομικό κανόνα το αντίδοτό του. Αντίθετα όμως, στην περίπτωση των ξένων μεταναστών, ο νόμος προάγει και μάλιστα διευρύνει την απουσία νομιμότητας, αντί να προσπαθεί να την επανεντάξει στον κανόνα. Λειτουργώντας έτσι, είναι νόμος που γεννάει το έγκλημα. Ας συμφωνήσουμε σε ένα σημείο: το μεταναστευτικό κύμα δεν θα σταματήσει με μέτρα όπως τα ετήσια ποσοστά εισόδου, οι άδειες παραμονής, η απέλαση των λαθρομεταναστών. Αυτά είναι εργαλεία φθαρμένα, που αντιστοιχούν στην αυταπάτη ότι το κράτος είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ένα μαζικό φαινόμενο με διοικητικά και αστυνομικά μέτρα. Αυτά τα μέτρα μπορούσαν να είναι αποτελεσματικά σε άλλους καιρούς, όταν η παρουσία ξένων στο εθνικό έδαφος ήταν ένα φαινόμενο περιορισμένο. Και είμαστε μπροστά σε μια μεγάλη υποκρισία, που τροφοδοτεί τη μάζα των «μη νόμιμων», μιαν υποκρισία που συνδέεται με βαθιά εγκληματικά συμφέροντα. Δεν θα υπήρχαν οι βασανιστικές δοκιμασίες στη ζωή τόσων ανθρώπων, οι οποίοι πεθαίνουν πάνω στα κασόνια των φορτηγών, στα αμπάρια των καραβιών, στις βάρκες που παρασύρονται από τα ρεύματα και στα βάθη της θάλασσας. Δεν θα υπήρχε η μαύρη αγορά της εργασίας ούτε η εκμετάλλευση που αγγίζει τα όρια της δουλείας των «μη νόμιμων» εργατών, οι οποίοι δεν μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους. Δεν θα υπήρχε η εύκολη δυνατότητα να υποχρεώνονται πρόσωπα, που έρχονται στις χώρες μας με την προοπτική μιας έντιμης ζωής, να μετατρέπονται σε εγκληματίες, να εκπορνεύονται, να εκμεταλλεύονται τους ανήλικους κ.ο.κ. Αυτά δεν θα υπήρχαν ή θα ήταν λιγότερο εύκολα, αν δεν υπήρχε η μορφή του «παράνομου» ξένου, που είναι εκτεθειμένος στην απειλή, επομένως και στον εκβιασμό, ενός υποχρεωτικού «επαναπατρισμού» σε μια πατρίδα που δεν έχει πλέον.
Περισσότερα
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 2007. Διαβάστε το στο πρωτότυπο (ιταλικά).