Sunday, September 29, 2013

Ανύπαρκτες θεωρίες και υπαρκτές παθολογίες

του Στάθη Ν. Καλύβα

Καθημερινή

29 Σεπτεμβρίου 2013

Η «θεωρία των δύο άκρων» είναι ένα σύνθημα, ένα κλισέ με ασαφές και αντιφατικό περιεχόμενο. Θεωρία με τέτοια ονομασία δεν υπάρχει εκτός Ελλάδας, όπως δείχνει μια απλή αναζήτηση στο Διαδίκτυο. Πρόκειται για ντόπια ευρεσιτεχνία, μια άκομψη απόπειρα να στιγματιστούν πρακτικές όπως ο συμψηφισμός ή η εξομοίωση της βίας των άκρων του πολιτικού άξονα.

Η εξομοίωση είναι προβληματική ως περιγραφικό εργαλείο και κοντόφθαλμη και επικίνδυνη ως πολιτικό εργαλείο, όπως φάνηκε με την πρόσφατη απόπειρα της Ν.Δ. σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ. Εξίσου προβληματικός είναι και ο συμψηφισμός, μια απαράδεκτη αλλά διαδεδομένη πρακτική που βρίσκει πάτημα σε βαθιά ριζωμένα παραταξιακά ένστικτα. Αν π.χ. επισημάνεις σ’ έναν οπαδό μια επιλήψιμη πρακτική που προέρχεται από τον ευρύτερο χώρο του, η απάντηση θα είναι αυτόματη: «οι εξτρεμιστές σας είναι χειρότεροι», «οι νεκροί μας είναι πιο άξιοι» κ.λπ.

Προσοχή όμως! Η επιλεκτικότητα, η αυτόματη δηλαδή διάκριση ανάμεσα σε καλές και κακές εκδοχές βίας και η αντίστοιχη ροπή προς δύο μέτρα και δύο σταθμά είναι εξίσου απαράδεκτη με τον συμψηφισμό. Υπάρχει επίσης ένα σημείο πέρα από το οποίο η διάκριση ανάμεσα στις διάφορες μορφές πολιτικής βίας είναι ιδιαίτερα προβληματική. Πολιτικά, γιατί η βία ως μέσο προώθησης πολιτικών αιτημάτων δεν έχει καμία απολύτως θέση στη δημοκρατία και ηθικά, γιατί είναι απόλυτα επιλήψιμος ο διαχωρισμός των θυμάτων της πολιτικής βίας με βάση την ταυτότητα του θύτη τους. Εχουν άραγε διαφορετική βαρύτητα οι επιθέσεις κατά των μεταναστών από τους προπηλακισμούς καθηγητών, δημοσιογράφων ή πολιτικών; Εχει μήπως άλλη «αξία» ο φόνος του Παύλου Φύσσα από αυτόν του Δημήτρη Μίχα, του Νεκτάριου Σάββα από αυτόν του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική και κάθε απόπειρα για το αντίθετο πρέπει να στιγματίζεται. Η αναζήτηση αποχρώσεων και δικαιολογιών δεν επιδιώκει βέβαια την περιγραφική ακρίβεια αλλά το πολιτικό πλεονέκτημα.

Η φιλολογία περί «θεωρίας των δύο άκρων» θα ήταν απλά γραφική αν δεν υποκαθιστούσε και παρεμπόδιζε μια πραγματική συζήτηση για την πολιτική βία στην Ελλάδα. Θα ήμασταν τυχεροί αν το πρόβλημα περιοριζόταν στην εγκληματική συμμορία που ακούει στο όνομα Χρυσή Αυγή. Η πραγματικότητα είναι πως η χώρα έχει ένα βαθύτερο πρόβλημα πολύμορφης και πολυσχιδούς πολιτικής βίας που προϋπάρχει της κρίσης.

Περισσότερα

Wednesday, September 25, 2013

The End of Poverty, Soon

by Jeffrey D. Sachs

New York Times

September 24, 2013

Appealing for peace 50 years ago, President John F. Kennedy told the Irish Parliament, “The problems of the world cannot possibly be solved by skeptics or cynics, whose horizons are limited by the obvious realities. We need men who can dream of things that never were and ask, why not?”

Today, more and more people are dreaming of a world free of poverty.

In April, the Development Committee of the World Bank set the goal of ending extreme poverty by the year 2030. More recently, the United Nations General Assembly working group on global goals concluded that “eradicating poverty in a generation is an ambitious but feasible goal.” As one who wrote in 2005 that ours was the generation that could end extreme poverty, I am pleased to see this idea take hold at the highest levels.

Are these errant dreams as the world barrels toward more confusion, conflict and climate change, or is there something substantial in the recent wave of high-level interest in the idea? The evidence is on the side of the optimists. And the evidence also supports both those who favor more markets and those who favor more public-private strategies. It’s all a matter of context.

More

Friday, September 20, 2013

Συζήτηση για τη Χρυσή Αυγή, τα "άκρα" και την πολιτική βία

"Επ' Ακροατηρίω" μια εκπομπή του Χρήστου Γραμματίδη
Amagi Radio
19 Σεπτεμβρίου 2013

Προσκεκλημένοι:

Αριστείδης Χατζής
Αν. Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
[από 1.3.14 έως 1.34.38]

Βασίλης Σωτηρόπουλος
Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης του Δήμου Αθηναίων, Δικηγόρος
[από 1.36.35 έως 1.54.38]


Tuesday, September 17, 2013

Ρίτσος: Ασυμβίβαστος Ποιητής ή Δειλός Κομφορμιστής;

του Χάρη Βλαβιανού

Athens Review of Books
Σεπτέμβριος 2013

Ο Στάλιν μισούσε την ποίηση. Θεωρούσε τους ποιητές ενοχλητικές αλογόμυγες.
Νικίτα Χρουτσώφ

Όχι, δεν είναι αλήθεια. Δεν είναι αλήθεια. / Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες. Σταματήστε τις. / Ο Ιωσήφ Στάλιν δεν πέθανε. / Είναι παρών ο Στάλιν στο παγκόσμιο πόστο του. (...) Σώπα γιαγιά και σκούπισε με το τσεμπέρι σου τα μάτια σου. / Όταν σβύνει η φωτιά σου κάτω από το τσουκάλι σου / Είναι ο Στάλιν που σκύβει και φυσάει τη φωτιά σου ν’ ανάψει.
(Γιάννης Ρίτσος, Για τον θάνατο του Στάλιν, 1953)

1. Τα γνωστά και τετριμμένα

Κάθε διανοούμενος, εφόσον έχει αποφασίσει να διαμορφώνει και να διατυπώνει απόψεις, είναι λογικό να φιλοδοξεί να τις καταστήσει ενεργές στο πλαίσιο της κοινωνίας στην οποία ζει και δραστηριοποιείται. Όποιος ισχυρίζεται ότι γράφει μόνο για τον εαυτό του (όπως σπεύδουν να μας υπενθυμίσουν με κάθε ευκαιρία κάποιοι γραφικοί «εστέτ» συγγραφείς μας), ή εν ονόματι της καθαρής γνώσης (ή της «καθαρής ποίησης»), δεν είναι διανοούμενος. Όπως έλεγε και ο Ζενέ, από τη στιγμή που δημοσιεύεις κριτικά κείμενα (κείμενα εν γένει θα πρόσθετα εγώ – άρα και ποιήματα), ή υποστηρίζεις μια θέση, έχεις μπει στον χορό της πολιτικής· αν, λοιπόν, αρνείσαι την πολιτική, αρνείσαι τον δημόσιο λόγο και τον ρόλο σου. (Βλέπε, για παράδειγμα, και την πρόσφατη διαμάχη στις στήλες του Βήματος ανάμεσα στον Γιώργη Γιατρομανωλάκη και τον Νίκο Μουζέλη, με αφορμή την επιστολή του Νάνου Βαλαωρίτη προς τον Α. Σαμαρά ή τις αντιδράσεις που προκάλεσαν οι δηλώσεις της Κικής Δημουλά για τους μετανάστες στην Κυψέλη. Είναι προφανές ότι οι ποιητές δεν περνούν όλη τη μέρα τους κλεισμένοι στον χρυσελεφάντινο πύργο της poésie, και άρα όταν γράφουν ή μιλούν για θέματα που δεν αφορούν αποκλειστικά την τέχνη τους κρίνονται όπως ο κάθε «άμουσος θνητός»).

Το να πει κανείς πως η πολιτική βρίσκεται παντού (ή με τα λόγια του Ναπολέοντα ότι «η πολιτική είναι μοίρα»), πως δεν μπορεί να την αγνοήσει δραπετεύοντας στον χώρο του κυνικού σχετικισμού, ή της υπερβατολογικής φιλοσοφίας, είναι κοινοτοπία. Αλλά ίσως στη σημερινή συγκυρία, με την πολιτική κατάσταση, μέρα με τη μέρα, να γίνεται όλο και πιο ζοφερή, χρειάζεται να την επαναλάβουμε. Οι διανοούμενοι, ωστόσο, όπως ορθά σημειώνει ο Σαΐντ (αλλά και ο Ρόρτυ), είναι άνθρωποι του καιρού τους, ευάλωτοι και αυτοί στην εικόνα της πραγματικότητας που παράγει για λογαριασμό τους η βιομηχανία των μέσων μαζικής ενημέρωσης. O μόνος τρόπος να της αντισταθούν είναι να κρίνουν αυτή την εικόνα, να υπονομεύουν τον αποστειρωμένο λόγο της εξουσίας τον οποίο διακινούν τα πανίσχυρα αυτά Μέσα, και ν’ αμφισβητούν κάθε διανοητικό συρμό που τρέφει και συντηρεί η καθεστηκυία τάξη· ν’ αποκαλύπτουν, δηλαδή, “the mask behind the mask” όπως θα ’λεγε ο Έλιοτ, να δίνουν έστω τις δικές τους εναλλακτικές εκδοχές πάνω σε ό,τι τείνει να επιβληθεί ως κυρίαρχη ιδεολογία μέσα στην κοινωνία.

Δεν είναι εύκολος αυτός ο ρόλος· όσοι αναλαμβάνουν να διαχωρίσουν τη θέση τους από τις επίσημες ή «λαοφιλείς» γραμμές και στρατηγικές (βλ. Μακεδονικό παλαιότερα, Κυπριακό και Εκκλησιαστικό πρόσφατα, Μνημόνιο σήμερα) το γνωρίζουν καλά: αν δεν ευθυγραμμιστούν με αυτή την άποψη, απειλούνται από τον κίνδυνο να απομονωθούν ή ακόμη και να διαπομπευθούν. Αλλά ο διανοούμενος δεν είναι ούτε ειρηνοποιός ούτε υπέρμαχος μιας αόριστης, γενικής συναίνεσης. O ρόλος του δεν είναι να εκφράζει «συλλογικούς καημούς» ή πλειοψηφικές τάσεις. Να καθησυχάζει και να χαϊδεύει τα αυτιά των όποιων «αγανακτισμένων» –όπως κάνουν διάφοροι γραφικοί «τροβαδούροι» ή όψιμοι «Ροβεσπιέροι» του “Φίλιον”. Είναι κάποιος που διεκδικεί και υπερασπίζεται την κριτική στάση· που αρνείται να αποδεχθεί εύκολες συνταγές ή προκατασκευασμένα κλισέ· που δεν αναπαράγει την ορθοδοξία και το δόγμα· που δεν ενδίδει στην ήπια, καθησυχαστική γλώσσα των εξουσιαστικών θεσμών. Και δεν αντιστέκεται μόνο ατομικά, αλλά είναι έτοιμος να διατυπώσει ρητά και δημόσια τις ενστάσεις του. Βρίσκεται σε συνεχή πνευματική εγρήγορση, σε μια «σχεδόν αθλητική διανοητική ενεργητικότητα» όπως θα ’λεγε αμερικανός κριτικός, για να μην επιτρέψει σε μισές αλήθειες, κίβδηλες ιδέες και φανατικά συνθήματα να διαδοθούν και να επικρατήσουν. Αδιαφορώντας αν θα γίνει δυσάρεστος· αναλαμβάνοντας το τίμημα, που πολλές φορές μπορεί να είναι ιδιαίτερα σκληρό, αυτής της στάσης. Δεν σπεύδει επομένως να στείλει συγχαρητήρια επιστολή σε νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό, ούτε να διατρανώσει «ότι το όνομά μας είναι η ψυχή μας», όταν ό ίδιος έχει φροντίσει ν’ αλλάξει το δικό του, ούτε ασφαλώς, όπως κάνουν διάφορα «ελληνόπουλα», να καταγγέλλει σήμερα αυτό που ελαφρά τη καρδία θα ενστερνιστεί αύριο. Το πιο προβλέψιμο πράγμα, αλλά ταυτόχρονα και πιο γελοίο είναι να βλέπεις, όπως σήμερα, διανοούμενους να τρέχουν ασθμαίνοντες να μάθουν το “newspeak” της νέας πολιτικής κατάστασης, αποσκοπώντας οι περισσότεροι στα κέρδη που η παπαγαλία αυτή θα αποφέρει στο προσεχές μέλλον.

Περισσότερα

Monday, September 9, 2013

Ελεύθερες Αγορές ή Μιζέρια;

του Αριστείδη Χατζή*

Τα Νέα

9 Σεπτεμβρίου 2013

Σε πρόσφατο άρθρο του ο Economist υπολογίζει ότι τα τελευταία 20 χρόνια τα άτομα που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας μειώθηκαν κατά 1 δισ. Από το 1990 έως το 2010 το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε άθλιες συνθήκες ανέχειας στις αναπτυσσόμενες χώρες μειώθηκε από το 43% στο 21%. Αυτή η ταχύτατη βελτίωση των συνθηκών ζωής οφείλεται κυρίως στην παγκοσμιοποίηση και στο άνοιγμα των αγορών. Οι αναπτυσσόμενες χώρες αύξησαν τους ρυθμούς ανάπτυξής τους και αυτό οδήγησε σε κάθε περίπτωση σε μείωση της φτώχειας. Όσες χώρες έδωσαν ταυτόχρονα έμφαση και στην κοινωνική αλληλεγγύη, περιορίζοντας την ανισότητα, κατάφεραν να μειώσουν πολύ περισσότερο τη φτώχεια από τις υπόλοιπες. Έτσι, διαπιστώνει ο Economist τα 2/3 της μείωσης της φτώχειας οφείλονται στην ελεύθερη αγορά και την οικονομική ανάπτυξη και το 1/3 στη μείωση της ανισότητας.

Θεωρείται πλέον δεδομένο και μη αμφισβητήσιμο – τουλάχιστον σε όσους δεν είναι οικονομικά αναλφάβητοι ή αθεράπευτα παρωπιδικοί - ότι μόνο οι ελεύθερες αγορές μπορούν να δημιουργήσουν πλούτο, να οδηγήσουν σε οικονομική ανάπτυξη και να κάνουν μια χώρα και τους κατοίκους της πλουσιότερους. Όπως θεωρείται επίσης δεδομένο ότι η αγορά δημιουργεί περισσότερο πλούτο μακροπρόθεσμα εφόσον ρυθμίζεται έτσι ώστε να είναι ανταγωνιστική και όχι έρμαιο ισχυρών οικονομικών και πολιτικών ομάδων συμφερόντων. Ταυτόχρονα είναι πλέον κοινώς αποδεκτό πως η περιορισμένη (για να μη δημιουργεί αντικίνητρα) αναδιανομή του πλούτου και η στοχευμένη κοινωνική πολιτική μπορεί να βελτιώσουν σημαντικά το βιοτικό επίπεδο και να διασφαλίσουν την κοινωνική συνοχή και την πολιτική ομαλότητα. Το δίλημμα λοιπόν (αν υποθέσουμε πως υπάρχει) είναι «αγορές ή μιζέρια», καταλήγει ο Economist.

Μια από τις σημαντικότερες συμβολές στη συζήτηση για τις προϋποθέσεις λειτουργίας της αγοράς με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για μια κοινωνία οφείλεται στον Ronald Coase (Ρόναλντ Κόουζ), ο οποίος πέθανε την προηγούμενη εβδομάδα πλήρης ημερών (1910-2013). Ο Coase εντόπισε ένα σοβαρό πρόβλημα στην ελεύθερη αγορά: κάθε συναλλαγή έχει κόστος. Είναι το κόστος που οφείλεται στην έρευνα των συναλλασσομένων για να βρουν μια καλή ευκαιρία ή ένα έξυπνο επιχειρηματικό σχέδιο, το κόστος που δημιουργεί η διαπραγμάτευση που κάθε συναλλαγή απαιτεί αλλά και το κόστος εφαρμογής μιας συμφωνίας. Αυτό το κόστος των συναλλαγών, παρατήρησε ο Coase, είναι ενδογενές στην αγορά και πολλές φορές εμποδίζει τα άτομα να συνάψουν αμοιβαίως επωφελείς συμβάσεις που αυξάνουν τον κοινωνικό πλούτο.

Ευτυχώς το κόστος αυτό μπορεί να μειωθεί με διάφορους τρόπους. Οι επιχειρήσεις προσπαθούν να το μειώσουν με την καθετοποίηση της παραγωγής, το κράτος μπορεί να το μειώσει σε κάποιες περιπτώσεις με τις κατάλληλες ρυθμίσεις αλλά τις περισσότερες φορές αυτό το κόστος το μειώνουν τα ίδια τα άτομα που ανακαλύπτουν ιδιοφυείς τρόπους που κανένας κεντρικός σχεδιαστής δεν μπορεί να φανταστεί.

Βέβαια ο Coase και όσοι συνέχισαν το έργο του δεν άργησαν να επισημάνουν ότι το μεγαλύτερο μέρος του κόστους συναλλαγών δημιουργείται από το κράτος. Η Ελλάδα είναι ένα από τα διαβόητα πλέον παραδείγματα διεθνώς. Έως και τις πρόσφατες άτολμες μεταρρυθμίσεις, τις οποίες υποχρεώθηκε η χώρα μας να εφαρμόσει υπό τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, το κόστος συναλλαγών για πολλές οικονομικές δραστηριότητες ήταν από τα υψηλότερα (ή και το υψηλότερο) στην ΕΕ. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το κόστος συναλλαγών που δημιουργεί εμπόδια στις επενδύσεις και ειδικά στην ίδρυση μιας επιχείρησης. Έτσι, μέχρι και το 2008-9 η θέση της Ελλάδας στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας ως προς την «φιλικότητα» έναντι των επιχειρήσεων ήταν γειτονική με χώρες όπως η Γκάνα, η Ναμίμπια και η Υεμένη. Άλλα παραδείγματα είναι το απαράδεκτα υψηλό κόστος μεταβίβασης ακινήτων, τα κλειστά επαγγέλματα τα οποία αυξάνουν το κόστος παροχής υπηρεσιών και το άθλιο φορολογικό σύστημα. Μια ιδιαίτερα σημαντική αιτία δημιουργίας εμποδίων στις συναλλαγές είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης σε μία χώρα που κυριαρχεί η διαφθορά ενώ το κοινωνικό κεφάλαιο είναι ελλειμματικό. Δεν είναι τυχαίο ότι οι παγκόσμιοι δείκτες οικονομικής ελευθερίας κατατάσσουν την Ελλάδα στις χώρες με περιορισμένη οικονομική ελευθερία.

Μια χώρα που ακόμα και σήμερα δεν τολμά να απελευθερώσει την αγορά της για να δημιουργηθεί επιτέλους πραγματικός πλούτος (όχι αυτός που προέρχεται από επιδοτήσεις και δανεισμό) ώστε να μπορέσει να χρηματοδοτήσει ένα αξιοπρεπές κοινωνικό κράτος, είναι καταδικασμένη στη φτώχεια και τη μιζέρια, οικονομική και πολιτική.

* Ο Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Εδώ θα βρεις το άρθρο σε μορφή PDF όπως δημοσιεύθηκε στα Νέα

Εδώ θα βρεις το άρθρο στην ιστοσελίδα των Νέων (μόνο για συνδρομητές)

Εδώ θα βρεις το άρθρο του Economist

Εδώ θα βρεις ένα κείμενό μου για το θεώρημα του Coase και την οικονομική ανάλυση του δικαίου

Εδώ θα βρεις ένα κείμενο για τη ζωή και το έργο του Ronald Coase

                

Thursday, September 5, 2013

Ο δρόμος προς την ελευθερία

του Αριστείδη Χατζή


1. Από το δρόμο προς τη δουλεία...

Ο Austin Powers είναι Άγγλος κατάσκοπος που δρα στο ψυχεδελικό Λονδίνο της δεκαετίας του 1960. Η Νέμεσίς του είναι ο Dr. Evil, που βέβαια θέλει να καταστρέψει τον κόσμο. Στην προσπάθειά του να αποφύγει τον Austin ο Dr. Evil αποφασίζει να παγώσει τον εαυτό του με την κρυοστατική μέθοδο και να παραμείνει στην κατάσταση αυτή για 30 χρόνια. O Austin βέβαια θα τον ακολουθήσει στο μέλλον. Έτσι επανέρχεται και αυτός στη ζωή 30 χρόνια μετά, το 1997. Το πρώτο που μαθαίνει, αμέσως μόλις τον ξεπαγώνουν, είναι ότι ο Ψυχρός Πόλεμος έχει τελειώσει. Η ενστικτώδης αντίδραση του Austin είναι η αναμενόμενη για οποιονδήποτε έζησε και έδρασε το 1967, ακόμα και για έναν πράκτορα των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών:
Επιτέλους αυτά τα καπιταλιστικά γουρούνια θα πληρώσουν για τα εγκλήματά τους, ε; Ε, σύντροφοι;
Κανείς δεν πίστευε το 1967 ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία και οι ελεύθερες αγορές θα μπορούσαν να επιβιώσουν του Ψυχρού Πολέμου. Ο «δρόμος προς τη δουλεία» που περιέγραφε ο F.A. Hayek (1944) και ο εφιάλτης του 1984 του George Orwell προφήτευαν ένα μέλλον όπου η αυξανόμενη παρέμβαση του κράτους στην κοινωνία και στην οικονομία θα οδηγούσαν αργά η γρήγορα στην παρακμή της φιλελεύθερης δημοκρατίας ως τρόπου πολιτικής οργάνωσης και της ελεύθερης αγοράς ως τρόπου οικονομικής οργάνωσης. Τα κομμουνιστικά καθεστώτα σε όλο τον κόσμο αυξάνονταν, η δύναμη των κομμάτων που επιδίωκαν την αλλαγή του πολιτικού και οικονομικού συστήματος μεγάλωνε και ο πόλεμος στο Βιετνάμ αλλά και το παράδειγμα της Καμπότζης και πολλών άλλων χωρών της Αφρικής (όπως η Αγκόλα) και της Λατινικής Αμερικής (όπως η Νικαράγουα) αποδείκνυαν ότι η Δύση βρισκόταν σε άτακτη υποχώρηση.

Η ηττοπάθεια που επικρατούσε στη Δύση τη δεκαετία του 1970 άρχιζε να θυμίζει επικίνδυνα εκείνη της Ευρώπης στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Καθώς πλησίαζε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, με την εξαίρεση της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν απορρίψει τη δημοκρατία: Η Γερμανία του Χίτλερ, η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν, η Ιταλία του Μουσολίνι και η Ισπανία του Φράνκο αποτελούσαν τα νέα πρότυπα. Στην Ελλάδα πριν τους προλάβει ο Ιωάννης Μεταξάς, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Νικόλαος Πλαστήρας συζητούσαν το ενδεχόμενο δικτατορίας κατά τα πρότυπα του επιτυχημένου γι’ αυτούς Μουσολίνι.

Η συντριβή του Άξονα το 1945 δεν οδήγησε στο τέλος του ολοκληρωτισμού στην Ευρώπη. Απλά αυτή μοιράστηκε σε δύο στρατόπεδα. Η συμβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην τελική νίκη, αλλά και η ισχύς της, επέβαλε αυτόν το διαχωρισμό που τον συμβόλιζε από το 1961 και έπειτα το Τείχος του Βερολίνου. Παρά την προϊούσα απογοήτευση της ευρωπαϊκής αριστεράς και την αποστασιοποίησή της από τον σοβιετικού τύπου κομμουνισμό, κανείς δεν αμφέβαλλε ότι το μέλλον δεν ανήκε πλέον στη Δύση αλλά στην Ανατολή. Στην καλύτερη περίπτωση οι χώρες της Δύσης θα μετέβαιναν δημοκρατικά στον σοσιαλισμό και στη χειρότερη μετά με τη βία μετά την επικράτηση των Σοβιετικών στον Ψυχρό πόλεμο. Αυτό υπέθεσε ότι συνέβη και ο Austin Powers όταν «μεταφέρθηκε» από το Λονδίνο του 1967 στο μέλλον.

Κατεβάστε όλο το κείμενο σε μορφή PDF από εδώ

Monday, September 2, 2013

Syria and the Doctrine of Humanitarian Intervention

by Fernando Teson

Bleeding Heart Libertarians

September 2, 2013

Some supporters of the proposed intervention in Syria call it a genuine case of humanitarian intervention (see here and here). In reply, critics may:

A) Deny the validity of the doctrine itself (if you fall into this category, you can safely stop reading), or

B) Accept the doctrine but deny that it can justify the intervention in Syria.

I have long defended the doctrine of humanitarian intervention, and have argued that a number of past actions may have been justified under the doctrine (see here). I would like to explain, therefore, why my position on Syria falls under B) above: the military action proposed by the Obama administration (limited aerial bombings) would not be justified under the doctrine. In contrast, a full-fledged intervention that would overthrow Al-Assad while neutralizing Al-Qaeda could be justified under the doctrine if it complied with the principle of proportionality. Given the predictable dire consequences of a full invasion for the region and the world, such action is unlikely to be proportionate, and therefore the United States should stay out.

(One word of caution. The legal humanitarian intervention doctrine differs from its moral counterpart. Most international lawyers require United Nations Security Council authorization as a condition for the lawfulness of action (not Congressional authorization, which is irrelevant to international law.) I disagree, but mine is concededly a minority view among international law scholars. I do not think the UNSC will authorize the intervention in Syria, but, be that as it may, I will focus here on the moral version of the doctrine, just because I do not believe the authorization vel non changes the moral position.)

Any act of war, and therefore any armed humanitarian action, must have a just cause. The only available just cause is rescuing large numbers of persons from deadly attacks (by their government or others). A war to make a point, or save the nation’s prestige, or advance the national interest, or even punish a war criminal, is never justified. Killing for symbolic reasons is impermissible.

More