Friday, December 27, 2013

Ο κρατικός παρεμβατισμός και οι ολοκληρωτισμοί

του Πάσχου Μανδραβέλη

The Books' Journal
Ιανουάριος 2014

Ο Δρόμος προς τη δουλεία, το εμβληματικό έργο του Φρήντριχ φον Χάγιεκ, ήταν ένα από εκείνα τα βιβλία που έλειψαν από τον ελληνικό δημόσιο διάλογο. Όχι μόνο επειδή είναι από τα σημαντικότερα έργα του 20ού αιώνα, με τεράστια επιρροή μέχρι σήμερα. Ούτε επειδή έπρεπε να ξέρουμε τι έγραψαν αυτοί που επί χρόνια βρίζαμε ως «ανάλγητους» ή –χειρότερα– ως «νεοφιλελεύθερους». Ούτε καν επειδή θα γονιμοποιούσαν παραγωγικά ή έστω θα εκλογίκευαν την κυρίαρχη ψευδομαρξιστική ιδεολογία στην χώρα.

Το βιβλίο (παρά το ότι εκδόθηκε και το 1985 από το ΚΠΕΕ αλλά εξαντλήθηκε γρήγορα) έπρεπε να υπάρχει στον ελληνικό διάλογο και επειδή εξηγεί κάποια πράγματα στη εξέλιξη της νεότερης ελληνικής κοινωνίας. Φωτίζει παραλληλίες τις οποίες πρώτος ο Χάγιεκ είχε δει, πριν από 70 χρόνια. Αυτές οι παραλληλίες διακρίνονται ακόμη και στα πιο μικρά, αυτά που θεωρούνται επουσιώδη. Έγραφε στις αρχές της δεκαετίας του 1940:
Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους νέους μας όταν προτιμούν την ασφαλή, μισθωτή θέση από το ρίσκο της επιχειρηματικότητας, αφ' ης στιγμής ακούνε από τα μικράτα τους την πρώτη να περιγράφεται σαν ανώτερη, πιο ανιδιοτελής και ανυστερόβουλη απασχόληση. Η νεότερη γενιά σήμερα έχει μεγαλώσει σε έναν κόσμο όπου, στο σχολείο και στον Τύπο, το πνεύμα της εμπορικής επιχειρηματικότητας παριστάνεται σαν ανυπόληπτο και η κερδοφορία σαν ανήθικη, όπου το να απασχολείς εκατό ανθρώπους θεωρείται εκμετάλλευση, αλλά το να διατάζεις εκατό θεωρείται τιμή.
Ο Αυστριακός Φρήντριχ φον Χάγιεκ έζησε τη μισή ενήλικη ζωή του (δηλαδή μέχρι το 1931, οπότε πήγε στο LSE), σπούδασε και δίδαξε στη Βιέννη. Παρακολούθησε στενά πώς η Γερμανία διολίσθησε στον ναζιστικό ολοκληρωτισμό. Κατανόησε ότι το τέρας δεν ήταν ένα αναγκαίο γερμανικό προϊόν, αλλά το τελευταίο στάδιο μιας κοινωνίας που έφτασε να λατρεύει τον κοινωνικό σχεδιασμό, ξεκινώντας από τον κρατικό παρεμβατισμό:
Αυτό που έδινε στην κοινωνική δομή της Γερμανίας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της ήταν ότι μεγαλύτερο μέρος της ζωής των πολιτών απ' ό,τι σε άλλες χώρες ήταν συνειδητά οργανωμένο άνωθεν· ήταν ότι τόσο μεγάλο μέρος Γερμανών δεν θεωρούσαν εαυτούς ανεξάρτητους, αλλά διορισμένους υπαλλήλους. Όπως κόμπαζαν οι ίδιοι οι Γερμανοί, η χώρα τους ήταν επί μακρόν ένα Beamtenstaad, ένα “υπαλληλικό κράτος”, στο οποίο, όχι μόνο στον στενό δημόσιο τομέα, αλλά σχεδόν σε όλες τις σφαίρες της ζωής, το εισόδημα και την κοινωνική θέση τα απένεμε και τα εγγυούνταν κάποια αρχή.

Περισσότερα

Thursday, December 19, 2013

Τι αξία έχει ο γάμος...

του Αριστείδη Χατζή

Τα Νέα

19 Δεκεμβρίου 2013

Η αδυναμία του ελληνικού κράτους να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις μπορεί πλέον να χαρακτηριστεί παθολογική. Είναι πολλά τα παραδείγματα που μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει, αλλά σ’ αυτό το κείμενο θα περιοριστώ σε ένα ζήτημα που το θεωρώ εξαιρετικά σοβαρό: τη ρύθμιση των σχέσεων των ομόφυλων ζευγαριών. Είναι εξαιρετικά σοβαρό γιατί έχει να κάνει με την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, με την ισονομία και την ποιότητα του κράτους δικαίου. Επιπλέον, είναι ένα πρόβλημα που αναδεικνύει τη θεσμική υστέρηση της Ελλάδας και έχει μεγάλο κόστος: πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και κυρίως ατομικό - ένας μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας είναι ουσιαστικά πολίτες Γ´ κατηγορίας.

Το εξωφρενικό της υπόθεσης είναι ότι ενώ η χώρα μας θα έπρεπε να έχει ήδη ρυθμίσει τον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, αρνείται ακόμα και τώρα να τα συμπεριλάβει στο σύμφωνο συμβίωσης! Θυμίζω ότι έχει προηγηθεί καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και υπάρχει ήδη ευρύτατη συναίνεση (πολιτική αλλά και κοινωνική) για να προστατευθεί τουλάχιστον το μίνιμουμ των δικαιωμάτων των ομόφυλων ζευγαριών.

Αυτό έχει οδηγήσει στη σχιζοφρενική κατάσταση να γίνεται αγώνας για το έλασσον και να παραβλέπεται (προσωρινά έστω) το μείζον που είναι το διακύβευμα: Θεωρώ ότι πρέπει άμεσα να αναγνωριστεί και να ρυθμιστεί το δικαίωμα σύναψης πολιτικού γάμου στα ομόφυλα ζευγάρια. Έχω γράψει για το ζήτημα αυτό και στο παρελθόν («Τι αξία έχει ο γάμος στην αγάπη μας μπροστά;», Βήμα των Ιδεών, Ιούλιος 2008) αλλά αυτή τη φορά η ανάγκη για άμεση αναγνώριση είναι επιτακτική για πολλούς λόγους. Ένας εξ αυτών είναι οι ραγδαίες διεθνείς θεσμικές εξελίξεις που ήδη έχουν οδηγήσει (ή αναμένεται να οδηγήσουν) στην αναγνώριση του πολιτικού γάμου ομοφύλων ζευγαριών σε όλες τις θεσμικά ώριμες φιλελεύθερες συνταγματικές δημοκρατίες (στην Ευρώπη: Αγγλία, Βέλγιο, Γαλλία, Δανία, Ισλανδία, Ισπανία, Ολλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλία, Σουηδία).

Θυμίζω ότι η Ελλάδα έχει ένα ιδιαίτερα προοδευτικό οικογενειακό δίκαιο μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1983 και του 2002 που μπορεί εύκολα να ενσωματώσει τις αλλαγές. Επιπλέον, είναι και πολιτικά εφικτό - ένας μεγάλος αριθμός κομμάτων έχει υιοθετήσει την πρόταση: o ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΗΜΑΡ, η Δράση, η Φιλελεύθερη Συμμαχία και οι Οικολόγοι Πράσινοι. Δυστυχώς δεν το έχουν κάνει τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης, αλλά γνωρίζω ότι και στα δύο υπάρχουν πολλά στελέχη που την υιοθετούν. Ο συγγραφέας αυτού του κειμένου έχει σε πολλά θέματα διαφορετικές απόψεις από εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ, όμως του αναγνωρίζει ότι σε αρκετά ζητήματα που άπτονται των ατομικών δικαιωμάτων (δυστυχώς όχι σε όλα) το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει προοδευτικές θέσεις. Η ευθύνη λοιπόν που πέφτει στον ΣΥΡΙΖΑ να προωθήσει και αυτό το θέμα είναι μεγάλη. Έχει όμως σύμμαχούς του μεγάλο μέρος της Αριστεράς και το σύνολο σχεδόν των φιλελεύθερων.

Πρέπει να τονίσω εδώ ότι ο νόμος θα πρέπει απαραίτητα να καλύπτει πλήρως και τις τέσσερεις κατηγορίες ελλήνων πολιτών που τώρα αντιμετωπίζονται με χυδαίες διακρίσεις γιατί η σεξουαλική ταυτότητά τους είναι διαφορετική από την κυρίαρχη (λεσβίες, γκέι, αμφισεξουαλικοί, τρανς).

Δεν θα επαναλάβω τα επιχειρήματα υπέρ της αναγνώρισης του γάμου. Όχι απλώς γιατί το έχω ήδη κάνει, ενώ τα αντεπιχειρήματα απαντώνται εύκολα, αλλά διότι θεωρώ ντροπή να συζητάμε ακόμα για θέματα ισονομίας, να αμφισβητούμε δηλαδή το δικαίωμα συμπολιτών μας να έχουν τα ίδια δικαιώματα με μας.

Θα επαναλάβω απλώς ένα και μόνο επιχείρημα, το ίδιο που χρησιμοποίησε το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας της Μασαχουσέτης των ΗΠΑ, το πρώτο δικαστήριο διεθνώς που στις 18 Νοεμβρίου 2003 έκρινε ότι τα ομόφυλα ζευγάρια έχουν το δικαίωμα του γάμου, ένα δικαίωμα που θεμελιώνεται στο Σύνταγμα, στις αρχές της ισότητας απέναντι στον νόμο και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας:
Το να απαγορεύεις την πρόσβαση στην προστασία, στα οφέλη και στις υποχρεώσεις ενός πολιτικού γάμου σε ένα άτομο που αποφασίζει να ζήσει σε μια μονογαμική ερωτική σχέση με άτομο του ιδίου φύλου αποτελεί αυθαίρετο αποκλεισμό του από έναν από τους σημαντικότερους και πολυτιμότερους θεσμούς της κοινωνίας μας. Αυτός ο αποκλεισμός είναι ασύμβατος με τις συνταγματικές αρχές του σεβασμού στην ατομική αυτονομία και την ισότητα απέναντι στον νόμο.

* Ο Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Εδώ θα βρείτε το άρθρο σε μορφή PDF (όπως δημοσιεύθηκε στα Νέα)

Εδώ θα βρείτε άρθρο μου με το ίδιο θέμα που δημοσιεύθηκε το 2008 στο Βήμα των Ιδεών

Εδώ θα βρείτε ένα επιστημονικό άρθρο που έχω δημοσιεύσει για το ίδιο θέμα

Εδώ θα βρείς άρθρα/συνεντεύξεις σχετικά με το θέμα από τον Βαγγέλη Μάλλιο (επίσης εδώ και εδώ) και τη Λίνα Παπαδοπούλου (και εδώ).

Thursday, November 14, 2013

Μια τέχνη εξ ορισμού ανίερη

του Σταύρου Τσακυράκη

Τα Νέα

14 Νοεμβρίου 2013

Η καταγγελία μιας εφημερίδας συνολικά με αφορμή μια γελοιογραφία δεν αρμόζει σε κόμματα που είναι υποχρεωμένα να ανέχονται καυστικά σχόλια και οξύτατες επιθέσεις. Οι υπαινιγμοί δε ότι αυτή έγινε εξαιτίας της αναστάτωσης που έχουν προκαλέσει στην ιδιοκτησία της εφημερίδας οι καταγγελίες για διαπλοκή σχετικά με τις ψηφιακές συχνότητες είναι απαράδεκτοι και προσβλητικοί. Οχι μόνον γιατί και οι πέτρες γνωρίζουν το ήθος και την ακεραιότητα του Δημήτρη Χαντζόπουλου, αλλά και επειδή οι γελοιογράφοι είναι πάντα οι πλέον ανεξάρτητοι δημιουργοί. Γελοιογραφίες κατά παραγγελία δεν παράγονται.

Η κατηγορία για σεξισμό χτυπά πράγματι ευαίσθητες χορδές. Αρκεί βεβαίως να είναι στοιχειωδώς ειλικρινής και αμφιβάλλω αν είναι όταν γίνεται για πολιτικές εντυπώσεις. Η κομματική ανακοίνωση με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλει «σεξιστική χυδαιότητα» μοιάζει περισσότερο ως αντιπερασπισμός στην απίστευτη συμπεριφορά των δυο βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ παρά σαν ιδεολογική μάχη.

Σε κάθε περίπτωση η πολιτική ορθότητα δεν ταιριάζει στις γελοιογραφίες. Οπως έχει πει το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, «η γοητεία της πολιτικής γελοιογραφίας και καρικατούρας συχνά βασίζεται στην εκμετάλλευση ατυχών φυσικών χαρακτηριστικών ή πολιτικών γεγονότων που δημιουργούν αμηχανία - μια εκμετάλλευση που συχνά υπολογίζει να προσβάλει τα αισθήματα του υποκειμένου που προσωπογραφεί». Η τέχνη της βασίζεται στην υπερβολή και τη διαστρέβλωση, προκαλεί το γέλιο επειδή ξύνει πληγές, πειράζει με το να είναι συχνά μονόπλευρη, χλευαστική, προσβλητική. Πολλές φορές υπερβαίνει τα όρια του καλού γούστου και της ευπρέπειας. Ομως, παρόλη αυτή την «καυστική λειτουργία», τα σκίτσα και οι γελοιογραφίες, «έχουν παίξει πρωτεύοντα ρόλο στον δημόσιο και πολιτικό διάλογο» (Hustler Magazine v. Falwell).

Αν ισχύει ότι η γελοιογραφία είναι εξ ορισμού ανίερη, αυτό συνεπάγεται ότι χαίρει ιδιαίτερης ασυλίας και δεν προσφέρεται για υπόδειγμα πολιτικής ορθότητας. Αφθονες ευκαιρίες για κριτική στον σεξισμό δίνουν βαρύγδουπα άρθρα και η καθημερινή μας συμπεριφορά.

* Ο Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Link

Sunday, November 3, 2013

Δημοκρατία και Πολιτική Βία

του Αριστείδη Χατζή

The Books' Journal
Νοέμβριος 2013

Η πολιτική βία δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Ούτε βέβαια εμφανίζεται μόνο στα αυταρχικά καθεστώτα. Αντίθετα, είναι δύσκολο να βρεις μια φιλελεύθερη δημοκρατία στην Ευρώπη ή στη Βόρειο Αμερική που στην πρόσφατη ιστορία της να μην αντιμετώπισε σοβαρά περιστατικά πολιτικής βίας. Αλλά τουλάχιστον σε κάτι διαθέτουμε την παγκόσμια αποκλειστικότητα: δεν νομίζω να υπάρχουν αλλού τόσοι πολλοί υπερασπιστές της πολιτικής βίας. Δεν νομίζω πουθενά αλλού στον κόσμο να αποτελεί η ανοχή στη βία βασικό κανόνα της πολιτικής ορθότητας.

Στην Ελλάδα λοιπόν η βία κατ’ αρχήν είναι ανεκτή. Αποτελεί ένα κοινωνικό δικαίωμα που έχει κατακτηθεί με «λαϊκούς αγώνες». Οποιαδήποτε αντίρρηση αντιμετωπίζεται με την ανάλογη λοιδορία που προκαλεί η παραβίαση των κανόνων της πολιτικής ορθότητας και, φυσικά, με την αναγκαία δόση βίας που αποτελεί και το πειστικότερο επιχείρημα σε τέτοιες περιπτώσεις.

Έχουν γραφεί τόσα πολλά για την πολιτική βία στην Ελλάδα που θα μπορούσε να πει κανείς πως το θέμα έχει εξαντληθεί. Ακόμα και ο συγγραφέας αυτού του άρθρου έχει γράψει ένα σχετικό κείμενο στο περιοδικό που κρατάτε (βλ. Αριστείδης Χατζής, «Το Ολιγοπώλιο της Βίας», The Books’ Journal, Ιούνιος 2011). Όμως πρόσφατα διάβασα ένα εξαιρετικό βιβλίο για το θέμα και εξ αιτίας του διαπίστωσα πόσα πολλά ζητήματα παραμένουν ακόμα ανοικτά.

ΜΙΑ ΠΟΡΕΙΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ

Το βιβλίο έχει τίτλο Η Πολιτική Βία στην Ελληνική Κοινωνία και έχει γραφεί από τον Δημήτρη Κ. Ψυχογιό. Ο Ψυχογιός έχει πολλές ιδιότητες. Ήταν/είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ερευνητής, δημοσιογράφος τουλάχιστον 35 χρόνια και γενικά δημόσιος διανοούμενος καθώς συμμετέχει ενεργά στον δημόσιο διάλογο από την μεταπολίτευση και μετά.

Επιπλέον όμως είναι ένας άνθρωπος με μεγάλη πολιτική δράση και μάλιστα στο χώρο της Αριστεράς. Ενδεικτικά: ήταν μέλος της Δημοκρατικής Άμυνας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ενεπλάκη στην πολιτική ως μέλος της πολιτικής γραμματείας της Σοσιαλιστικής Πορείας και αργότερα της Ελληνικής Αριστεράς, συμμετείχε στην συντακτική επιτροπή του Αντί (1985-1990) ενώ υπήρξε και διευθυντής της Αυγής (1988-89).

Σε όλα αυτά προσθέστε ακόμα μια ιδιότητα. Γνωρίζει τη βία από πρώτο χέρι. Επί δικτατορίας ήταν ένας από αυτούς που τοποθετούσε βόμβες (ως μέλος της μαχητικής οργάνωσης «20ή Οκτώβρη»). Συνελήφθη και βασανίστηκε. Λόγω της δράσης του κατά τη διάρκεια της δικτατορίας κατηγορήθηκε (συκοφαντήθηκε για την ακρίβεια) αρκετές φορές ότι είναι ο… αρχηγός της 17 Νοέμβρη, ενώ η αμερικανική κυβέρνηση αρνήθηκε να του δώσει βίζα εισόδου στις ΗΠΑ.

Μετά από όλα αυτά νομίζω ότι είναι περιττό να τονίσω πόσο ενδιαφέρουσα είναι η δική του συμβολή στη συζήτηση για την πολιτική βία, ένα θέμα που τον έχει απασχολήσει και θα τον απασχολεί ιδιαίτερα. Το αστείο όμως είναι ότι οι απόψεις του λοιδορούνται συστηματικά και μάλιστα με αδικαιολόγητη εμπάθεια από ανθρώπους που κανείς μπορεί να τους χαρακτηρίσει με διάφορες λέξεις αλλά θα κρατήσω μόνο μία: άκαπνοι.

Φαντάζομαι ότι ο Ψυχογιός (τον οποίον δεν γνωρίζω προσωπικά) όταν θα διαβάζει παρόμοια κείμενα θα αισθάνεται το ίδιο όπως την ημέρα που «αγανακτισμένοι φοιτητές» διέκοψαν με το έτσι θέλω το μάθημά του στο Πάντειο Πανεπιστήμιο επειδή είχαν συνέλευση, πληροφορώντας τον ότι «κάποιοι επί δικτατορίας –όπως του είπε απαξιωτικά ένας αγανακτισμένος φοιτητής– αγωνίστηκαν για να μπορείς εσύ να διδάσκεις ελεύθερα!».

Είναι επόμενο λοιπόν αυτό το βιβλίο να βασίζεται πάνω απ’ όλα στις εμπειρίες του συγγραφέα. Τέτοιου είδους εμπειρίες δύσκολα σε αποδεσμεύουν. Το ίδιο συμβαίνει με τον Ψυχογιό. Η προσωπική του διαδρομή βαραίνει στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου (βλ. π.χ. το εξαιρετικά ενδιαφέρον κεφάλαιο «Η ελληνική κουλτούρα της βίας»). Το πρώτο μέρος του βιβλίου αποτελείται από τέσσερα μεγάλης έκτασης κείμενα που έχει γράψει ειδικά για την έκδοση αυτή και αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της βίας συνολικά και με κάποια απόσταση, όσο αυτή είναι δυνατή, από την επικαιρότητα. Το δεύτερο μέρος όμως αποτελείται από αναδημοσίευση κειμένων του συγγραφέα στο Βήμα.

Δεν πρόκειται όμως για πρόσφατα κείμενα. Δεν επέλεξε κείμενα που μιλούν για τη Χρυσή Αυγή, τις δολοφονίες του Γρηγορόπουλου, των τριών υπαλλήλων της Marfin ή του Φύσσα. Αναδημοσιεύονται, αντίθετα, κείμενα που έχουν δημοσιευθεί κυρίως το 2001-2, και μερικά ακόμα δημοσιευμένα έως το 2010.

Στην αρχή αυτή η επιλογή με μπέρδεψε. Αλλά κατάλαβα γρήγορα ότι ο Ψυχογιός ήθελε να κάνει κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που φαντάστηκα στην αρχή. Δεν ετοίμασε ένα βιβλίο για τη θεωρία των δύο άκρων, τη Χρυσή Αυγή και το νέο κύμα τρομοκρατίας, αλλά θέλησε να μας δώσει μία προοπτική πάνω στο θέμα, που να βασίζεται βέβαια στην εμπειρία του αλλά και στην ενασχόλησή του με το φαινόμενο της πολιτικής βίας στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. Έτσι ασχολείται στο πρώτο μέρος με την ελληνική και τη διεθνή τρομοκρατία, με τη διάχυση των βίαιων μορφών διαμαρτυρίας και διεκδίκησης στην ελληνική κοινωνία («Ο οπλαρχηγός που κρύβουμε μέσα μας»), τις ιδεοληψίες που τις ενισχύουν ή τις ανέχονται, τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς που εκκολάπτουν, τον αριστερό εθνικολαϊκισμό που τις καλλιεργεί και τον εθνικισμό που είναι έτοιμος να τις αξιοποιήσει. Σε ένα εξαιρετικό κεφάλαιο για τη Χρυσή Αυγή, μας θυμίζει ότι τα αίτια της εμφάνισής της θα πρέπει να κάνουν πολλούς να αισθάνονται ένοχοι και ακόμα περισσότερους θα πρέπει να τους κάνουν πολύ προσεκτικούς.

Όμως, πάνω απ’ όλα, αυτό που επανέρχεται σαν μοτίβο σε όλο το βιβλίο είναι η αποτυχία της ανανεωτικής, ευρωπαϊκής, μη κομμουνιστικής Αριστεράς να ορθώσει ένα τείχος απέναντι σ’ αυτή την άθλια διάχυση της βίας (το φάντασμα του Σάκη Καράγιωργα πλανάται πάνω από το σύνολο του βιβλίου αλλά κυρίως στο τέταρτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους) όσο και η τελική αποτυχία της να διατηρήσει τα προοδευτικά και εκσυγχρονιστικά διακριτικά γνωρίσματά της. Η αποτυχία αυτή είναι σήμερα εμφανέστερη από ποτέ.

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ

Πολλά από τα κείμενα του δεύτερου μέρους τα είχα διαβάσει όταν προδημοσιεύτηκαν αλλά ομολογώ ότι αν τα διαβάσει κανείς μετά την ανάγνωση του πρώτου μέρους αποκτούν πολύ διαφορετικό νόημα, ειδικά μάλιστα αν σκεφτεί κανείς ότι έχουν γραφεί πολλά χρόνια πριν από το «ξέσπασμα της βίας» του Δεκεμβρίου του 2008, από την εμφάνιση της Χρυσής Αυγής, από την επίσημη υιοθέτηση της «θεωρίας των δύο μέτρων και δύο σταθμών» εκ μέρους της Αριστεράς και γενικά από τη, με γεωμετρική πρόοδο, αύξηση της κοινωνικής ανοχής απέναντι στη βία μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης.

Το πρώτο άρθρο σ’ αυτήν την ενότητα έχει τίτλο «Ο κόσμος αύριο θα είναι χειρότερος» και δημοσιεύθηκε την επομένη της 11ης Σεπτεμβρίου 2011. Ο Ψυχογιός καταλήγει καταδικάζοντας τους συμψηφισμούς και τη σχετικοποίηση της έννοιας της βίας, την αδυναμία διαχωρισμού των δημοκρατικών κυβερνήσεων από τους «σκοτεινούς και ανεξέλεγκτους δολοφόνους» και κάθε άλλοθι νομιμοποίησης της βίας. Είναι τραγικό το πόσο επίκαιρο είναι ακόμα κι αυτό το κείμενο. Λίγο παρακάτω, διαβάζουμε τον εμπνευσμένο υπότιτλο «Ένοχα θύματα, άξιοι κατήδες» ή, ακόμα πιο κάτω, την αναφορά στην «πολυτέλειά μας να οργανώνουμε διαδηλώσεις ενάντια σε αυτούς που υπερασπίζονται τούτο το πολυτελές δικαίωμά μας». Μιλά ήδη από το 2001 για την «τρομερή εξοικείωση με τη βαρβαρότητα» που έχει το θλιβερό σύμπτωμα το οποίο περιγράφει αλλού: «δεν είμαστε δημοκρατική κοινωνία, δεν έχουμε μάθει να λύνουμε τις διαφορές μας με διαπραγμάτευση και συμβιβασμούς, καταφεύγουμε εύκολα στην πολιτική βία – στόχος μας είναι να εξοντώσουμε τον αντίπαλο, να μην του αφήσουμε περιθώριο να ζήσει στη γωνιά του μετά την ήττα του».

Καθώς διαβάζεις τα κείμενα για την 17 Νοέμβρη αναρωτιέσαι γιατί κανείς δεν μαθαίνει τίποτα από τα λάθη του. Η θεωρία της σχέσης ΠΑΣΟΚ και 17 Νοέμβρη και των «συγκοινωνούντων δοχείων» που κάποιοι ανεγκέφαλοι στη ΝΔ διακινούσαν ήταν το ίδιο βλακώδης με τη θεωρία των δύο άκρων, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ ως το ένα άκρο μπαίνει στην ίδια κατηγορία με τη Χρυσή Αυγή.

Όμως ο Ψυχογιός δεν κάνει το λάθος να αντιμετωπίσει μονοκόμματα και ανιστόρητα τη βία (πώς θα μπορούσε άλλωστε;) αλλά ούτε και να τη σχετικοποιήσει. Διαβάστε το κείμενό του για τον Κώστα Αγαπίου στο κεφάλαιο «Να κάνουμε τον κόσμο υποφερτό», για να καταλάβετε καλά την διαφορά της ακροδεξιάς από την ακροαριστερή βία. Διότι μπορεί και πρέπει να καταδικάσουμε τη βία σε ένα δημοκρατικό καθεστώς «απ’ όπου κι αν προέρχεται» και να την εμποδίσουμε όπως μπορούμε. Η προέλευση της βίας όμως δεν είναι αδιάφορη, ούτε ο στόχος της.

Για τον Ψυχογιό, οι διακρίσεις είναι ξεκάθαρες:
Σκέφτηκα πως αξίζει να αντιστέκεσαι στη βαρβαρότητα, ακόμη και με τα όπλα, αν αντιμετωπίζεις όπλα. με τη γνώμη σου, με τη συμμετοχή σου, με την ψήφο σου ή μη βλέποντας τηλεόραση σε ειρηνικούς καιρούς.
Αλλά αυτές οι ξεκάθαρες διακρίσεις δεν βολεύουν αρκετούς:
  • όσους θέλουν να χρησιμοποιήσουν τη βία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ως εργαλείο για τη δική τους πολιτική επικράτηση,
  • όσους ανέχονται τη βία που ασκείται κατά αυτών που θεωρούν πολιτικούς αντίπαλους τους
  • όσους δικαιολογούν τη βία είτε άμεσα είτε έμμεσα (σχετικοποιώντας τη και διευρύνοντας τον ορισμό της μέχρι ξεχειλώματος).
Ας τους αφιερώσουμε αυτό το βιβλίο.

Εδώ μπορείς να βρεις το άρθρο μου σε μορφή PDF (όπως δημοσιεύθηκε στο The Books' Journal)

Εδώ θα βρείς άλλο ένα άρθρο μου με θέμα τη βία

* Η φωτογραφία του κατεστραμμένου κινηματογράφου "Αττικόν" (Χρήστου Λαδά & Σταδίου) που δημοσιεύεται και στο The Books' Journal ελήφθη από τον Αριστείδη Χατζή στις 13 Φεβρουαρίου 2012 από τον 6ο όροφο του κτιρίου διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών στη Χρήστου Λαδά.

Friday, October 11, 2013

Κοινοβουλευτικό κόμμα και εγκληματική οργάνωση

του Σταύρου Τσακυράκη

Liberal Sociability

11 Οκτωβρίου 2013

Κατά το ισχύον Σύνταγμα δεν προβλέπεται διαδικασία διάλυσης ενός κόμματος. Στην Αναθεωρητική Βουλή υπήρξε πρόταση για τη δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικού κόμματος αλλά αυτή απορρίφθηκε. Βέβαιο είναι ότι στις λίγες χώρες (Γερμανία, Τουρκία) που το Σύνταγμα προβλέπει τη διάλυση πολιτικού κόμματος, την σχετική απόφαση παίρνουν ανώτατα δικαστήρια (συνταγματικά δικαστήρια). Μπορούμε να έχουμε ως δεδομένα δύο πράγματα: πρώτον, ότι η διάλυση ενός κοινοβουλευτικού κόμματος σε μια δημοκρατία είναι αμφιλεγόμενο ζήτημα και δεύτερον, αν, εν πάση περιπτώσει προβλέπεται, είναι αδιανόητο να γίνεται χωρίς δικαστική απόφαση.

Πριν από λίγες μέρες, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος, βουλευτές και μέλη της. Διατάχθηκε έρευνα σε διάφορα γραφεία του κόμματος, συμπεριλαμβανομένων των γραφείων του στη Βουλή. Προτάθηκε η νομοθετική πρόβλεψη για τη διακοπή χρηματοδότησης κόμματος που βουλευτές του διώκονται για κακουργήματα. Όλα αυτά δεν έγιναν κατόπιν μιας δικαστικής απόφασης αλλά με την απόφαση δίωξης που έλαβε ο εισαγγελέας. Αν ισοδυναμούν με de facto διάλυση ενός κοινοβουλευτικού κόμματος έχουμε μια σοβαρή παραβίαση λειτουργίας της δημοκρατίας μας.

Υποστηρίζεται ότι δεν πρόκειται για διάλυση κόμματος αλλά για δίωξη εγκληματικής οργάνωσης, σύμφωνα με το άρθρο 187 του ΠΚ. Με απλά λόγια, ο εισαγγελέας, με βάση τις ενδείξεις που είχε, έκρινε ότι η Χρυσή Αυγή πρέπει να διωχθεί ως εγκληματική οργάνωση, κάτι ανάλογο της Μαφίας, με συνέπεια να διώκονται οι κατηγορούμενοι για το διαρκές και αυτόφωρο κακούργημα της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση και να μην χρειάζεται για τους βουλευτές άδεια της Βουλής για άρση της ασυλίας τους.

Περισσότερα

Wednesday, October 9, 2013

Το πρόβλημα δεν είναι η έκφραση, το πρόβλημα είναι η επιβολή της με το ζόρι...

του Φώτη Γεωργελέ

Athens Voice

9 Οκτωβρίου 2013

Όταν κάποια ομάδα προσπάθησε να διακόψει τη συναυλία για να διαβάσει στο κοινό τις απόψεις της, ο Σωκράτης Μάλαμας δεν το επέτρεψε. Επανήλθαν στην επόμενη και το πέτυχαν, διάβασαν ένα κείμενο εναντίον του φασισμού. Στο βίντεο από το γεγονός μού έκανε εντύπωση μια μικρή λεπτομέρεια. Τη δεύτερη φορά ξεδίπλωσαν ένα τεράστιο πανό, τόσο τεράστιο που έκρυβε όλη τη σκηνή. Ο καλλιτέχνης λογικά υποχώρησε και πέρασε το δικό τους. Το μήνυμα ήταν, φίλε, δεν μπορείς να μας εμποδίσεις, θα πούμε ό,τι γουστάρουμε, αλλιώς συναυλία δεν θα κάνεις.

Μια συναυλία είναι το μέσον με το οποίο ένας καλλιτέχνης μιλάει στο κοινό του. Στο κοινό που έχει έρθει γιατί έχει επιλέξει να ακούσει αυτόν. Μιλάει συνήθως με το έργο του κι αν θέλει να πει κάτι παραπάνω, το λέει ο ίδιος. Και λέει αυτό που πιστεύει αυτός. Όχι αυτό που πιστεύουν οι άλλοι. Η δουλειά και η προσωπική έκφραση ενός καλλιτέχνη δεν είναι κοινής χρήσης μέσον μετάδοσης. Δεν παραχωρείται σε όποιον είναι πιο δυνατός ή πιο θρασύς. Ο καθένας μπορεί να διαδώσει τις ιδέες του ελεύθερα σ’ αυτή τη χώρα. Μπορεί να κάτσει στην είσοδο του θεάτρου, να φωνάζει συνθήματα, να σηκώσει πανό, να μιλήσει στον κόσμο. Δεν έχει κανένα λόγο να διακόψει τη δουλειά του άλλου, να διαλύσει τη σχέση του με το κοινό, να επιβάλει σε ένα κοινό που πιθανόν να διαφωνεί με όσα ακούει, να τα ακούσει με το ζόρι.

Ήταν μια ανακοίνωση εναντίον του φασισμού, άλλη μια ειρωνεία της ζωής. Η οποία εκφωνήθηκε με το ζόρι καταπιέζοντας ένα κοινό 2,5 χιλιάδων ανθρώπων και επιβάλλοντας στον Μάλαμα να συμμορφωθεί, αν ήθελε να συνεχιστεί η συναυλία. Εγώ θεωρώ αξιέπαινο και αναγκαίο οι άνθρωποι να ευαισθητοποιούνται απέναντι στο φασισμό. Όμως ακούγοντας την ανακοίνωση διαφωνούσα με τα μισά απ’ όσα έλεγε. Μπορώ να πάω στην επόμενη συναυλία του Μάλαμα να πω τις δικές μου απόψεις για το φασισμό; Φαίνεται σε κανέναν λογικό αυτό; Γιατί όχι; Επειδή δεν μπορώ να το επιβάλω με το ζόρι, να ξεδιπλώσω ένα τόσο μεγάλο πανό; Να πάνε άλλοι; Να πηγαίνουν πολιτικές ομάδες να διακόπτουν συναυλίες να λένε τις απόψεις τους;

Περισσότερα

Tuesday, October 8, 2013

Cambodia’s Unseen Horrors

by Richard Bernstein

New York Review of Books

October 8, 2013

Like other secretive and totalitarian regimes of the twentieth century, Cambodia’s Khmer Rouge left behind hardly any visual record of its murderous rule. Of course, the KR leadership, which held total power in Cambodia from 1975 to 1979, had plenty of propaganda made to show the glories of their remaking of Cambodian society. Notoriously, they also left behind black and white head shots of every one of the fourteen thousand people who were admitted to Tuol Sleng Prison in Phnom Penh, officially known as S-21, who were then tortured and executed. But the only two western reporters who were allowed into the country during the KR years were largely unable to record what was happening. Last year one of them, Elizabeth Becker, had an exhibition of her photographs in Phnom Penh, which drew a large and intensely interested audience. Yet while there are portraits of guerrilla soldiers, working peasants, and plenty of the leaders of the Angkar, the Organization, especially Pol Pot himself, there are no images of the starving children, torture, executions, and scenes of grief and misery that were pervasive under a regime that killed one-fifth of the Cambodian population.

The images that do not exist form the “missing picture” of Cambodian filmmaker Rithy Panh’s newest documentary, which won a top prize at the Cannes Film Festival earlier this year and is being screened at the New York Film Festival this fall. (It will be more widely released in the United States in the spring.) The Missing Picture is not a systematic history of the KR era, but it follows the chronology of events, beginning with a brief recollection of Phnom Penh when it was still a languid and abundant Southeast Asian city, perfumed with the scent of jasmine. Then, with the collapse of the American-supported government, young Khmer Rouge soldiers emerged from their jungle redoubts—they had been recruited mostly from Cambodia’s villages—and took over the country’s capital. Panh remembers the silence and stares of these well-indoctrinated boys who were almost children themselves, the first sign of the regime’s mortal hostility to the city and its inhabitants, and then the four years during which the Angkar killed off hundreds of thousands of people—members of the ancien régime of course, but also virtually anybody with an education, anybody who wore glasses, anybody capable of independent thought. After only a short year or so, Cambodia had already become “collectivist, uncorrupt, equal, and prosperous,” as Pol Pot announced, though real life was “straw huts, drought, exhaustion, hunger, speakers blaring slogans,” and, of course, 1.7 million deaths in a population of less than ten million.

Monday, October 7, 2013

Reason and the End of Poverty

by Kaushik Basu

Project Syndicate

October 7, 2013

The World Bank has set two new goals for itself: ending extreme and chronic poverty in the world by 2030, and promoting shared prosperity, defined in terms of progress of the poorest 40% of the population in each society. Now that the United Nations General Assembly Open Working Group on Sustainable Development Goals has endorsed the Bank’s anti-poverty target, debate about how to achieve it has revived an old question: Will the benefits of economic growth trickle down on their own, reaching all, or will we need targeted redistributive policies?

Many people remain in the growth-only camp only because of an error in deductive reasoning; unlike committed ideologues, they can be weaned from their position. That is why the World Bank’s second goal of promoting shared prosperity is important not only in itself, but as an essential complement to the goal of ending poverty.

Recognizing that some “frictional” poverty will inevitably persist over the next two decades, the World Bank’s formal target is to reduce the percentage of people living below the poverty line – defined as daily consumption of less than $1.25 (in purchasing-power-parity terms) per person – to less than 3%.

World Bank research predicts that if all countries grow at the same rates that they did over the past 20 years, with no change in income distribution, world poverty will fall to 7.7% by 2030, from 17.7% in 2010. If they grow faster, at the average rates recorded in the 2000’s, the poverty rate will fall to 5.5%.

These numbers suggest that growth alone is unlikely to get us to the 3% target. But this is mere suggestion. One can argue that we should nonetheless rely on growth and simply adopt measures that encourage more of it.

More

Saturday, October 5, 2013

Γράμμα προς ένα νέο οπαδό της Χρυσής Αυγής

του Αριστείδη Χατζή

Ημερησία

5 Οκτωβρίου 2013

Αυτό δεν είναι ένα γράμμα. Δεν απευθύνεται σε κάποιον ή κάποια που γνωρίζω. Δεν ανυπομονούσα να το γράψω. Δεν υπάρχει κανείς που θα το περιμένει.

Αυτή είναι μια ανοικτή επιστολή. Μου τη ζήτησε η Ημερησία και αποφάσισα να τη γράψω. Απευθύνεται σε νέους και νέες. Δεν ξέρω πόσοι είναι. Δεν ξέρω τι σκέφτονται. Δεν ξέρω τι πρόκειται να κάνουν. Υποψιάζομαι ότι οι περισσότεροι δεν θα ενδιαφερθούν να διαβάσουν αυτήν την επιστολή. Αλλά εγώ έχω υποχρέωση να τη γράψω.

Δεν θέλω να είναι μια συνηθισμένη επιστολή αυτού του τύπου. Γλυκανάλατα πατερναλιστική. Δεν θέλω να δείξω κατανόηση. Ούτε θα σας ζαλίσω με γελοίους λυρισμούς. Θα σας πω μόνο αυτό που πιστεύω.

1. Η Χρυσή Αυγή είναι ένα καθαρόαιμο ναζιστικό κόμμα. Είσαι σίγουρος ότι είσαι κι εσύ ναζιστής; Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να υποστηρίξεις ένα κόμμα που θαυμάζει εκείνους που διέπραξαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας μαζί με το χειρότερο απ' όλα, το Ολοκαύτωμα; Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να συνδέσεις το όνομά σου και τη ζωή σου με ανθρώπους που έχουν πρότυπο εκείνους που επιτέθηκαν, κατάκτησαν και κατέστρεψαν την πατρίδα μας; Αν δεν σε πειράζουν όλα αυτά, αν θεωρείς ότι δεν σε αφορούν, αν είναι όλα πολύ μακρινά για σένα, τότε είσαι στον κατάλληλο πολιτικό χώρο. Τους αξίζεις και σου αξίζουν.

2. Η Χρυσή Αυγή είναι ένα ρατσιστικό, μισαλλόδοξο, απάνθρωπο κόμμα. Βλέπεις κι εσύ τους ανθρώπους που διαφέρουν από σένα σαν σκουπίδια; Νομίζεις κι εσύ ότι ανήκεις σε μια ανώτερη φυλή και σε ξεχωρίζει το καθαρό σου αίμα; Μισείς κι εσύ τόσο αυτούς τους ανθρώπους που ήρθαν στη χώρα μας για να επιβιώσουν; Είσαι έτοιμη κι εσύ να βγεις στους δρόμους και να κυνηγήσεις τα θηράματα; Αν έχεις καταντήσει έτσι, μείνε εκεί. Σε χρειάζονται και τους χρειάζεσαι.

3. Η Χρυσή Αυγή είναι ένα λούμπεν κόμμα της άγνοιας και της αγραμματοσύνης. Μαθαίνεις ιστορία από τα εθνικιστικά blogs του μίσους και της βλακείας; Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την ιστορία από τη μυθολογία; Διαβάζεις κείμενα τσαρλατάνων γιατί δεν μπορείς να αντέξεις την επιστήμη και τον ορθό λόγο; Πιστεύεις σε θεωρίες συνωμοσίας και ψεκασμένες «αλήθειες»; Ζεις προφανώς ακόμα στον Μεσαίωνα. Μείνε εκεί, θέλει θάρρος ο Διαφωτισμός.

Τι είπες;

Είσαι εκεί γιατί το πολιτικό σύστημα είναι βρόμικο; Γιατί οι πολιτικοί είναι κλέφτες; Κι εσύ αντιδράς επιλέγοντας ό,τι πιο βρόμικο υπάρχει. Εντάσσεις τον εαυτό σου σε μια συμμορία. Απορρίπτεις τους κλέφτες και διαλέγεις τους ναζιστές. Συγχαρητήρια. Να τους χαίρεσαι.

Είσαι εκεί γιατί αντιδράς στη βία που ασκεί το «άλλο άκρο»; Προφανώς λες ψέματα ακόμα και στον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν απεχθάνεσαι τη βία. Απεχθάνεσαι την ακροαριστερή βία. Με την ακροδεξιά βία δεν φαίνεται να έχεις πρόβλημα. Αλλά όποιο είδος βίας κι αν ανέχεσαι και δικαιολογείς το ίδιο αχρείος είσαι.

Τι να σου πω άλλο; Δεν έχεις πλέον καμιά δικαιολογία. Κατόρθωσες να εξευτελίσεις τον εαυτό σου και την πατρίδα σου. Έπεσες στον πάτο. Ίσως τώρα (ίσως!) αποφασίσεις επιτέλους να σηκωθείς. Θα βρεις πολλά χέρια έτοιμα να σε βοηθήσουν.

* Ο Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Εδώ θα βρεις το άρθρο στην ιστοσελίδα της Ημερησίας μαζί με άλλα δύο σχετικά άρθρα της Σώτης Τριανταφύλλου και του Δημήτρη Δημητράκου

Sunday, September 29, 2013

Ανύπαρκτες θεωρίες και υπαρκτές παθολογίες

του Στάθη Ν. Καλύβα

Καθημερινή

29 Σεπτεμβρίου 2013

Η «θεωρία των δύο άκρων» είναι ένα σύνθημα, ένα κλισέ με ασαφές και αντιφατικό περιεχόμενο. Θεωρία με τέτοια ονομασία δεν υπάρχει εκτός Ελλάδας, όπως δείχνει μια απλή αναζήτηση στο Διαδίκτυο. Πρόκειται για ντόπια ευρεσιτεχνία, μια άκομψη απόπειρα να στιγματιστούν πρακτικές όπως ο συμψηφισμός ή η εξομοίωση της βίας των άκρων του πολιτικού άξονα.

Η εξομοίωση είναι προβληματική ως περιγραφικό εργαλείο και κοντόφθαλμη και επικίνδυνη ως πολιτικό εργαλείο, όπως φάνηκε με την πρόσφατη απόπειρα της Ν.Δ. σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ. Εξίσου προβληματικός είναι και ο συμψηφισμός, μια απαράδεκτη αλλά διαδεδομένη πρακτική που βρίσκει πάτημα σε βαθιά ριζωμένα παραταξιακά ένστικτα. Αν π.χ. επισημάνεις σ’ έναν οπαδό μια επιλήψιμη πρακτική που προέρχεται από τον ευρύτερο χώρο του, η απάντηση θα είναι αυτόματη: «οι εξτρεμιστές σας είναι χειρότεροι», «οι νεκροί μας είναι πιο άξιοι» κ.λπ.

Προσοχή όμως! Η επιλεκτικότητα, η αυτόματη δηλαδή διάκριση ανάμεσα σε καλές και κακές εκδοχές βίας και η αντίστοιχη ροπή προς δύο μέτρα και δύο σταθμά είναι εξίσου απαράδεκτη με τον συμψηφισμό. Υπάρχει επίσης ένα σημείο πέρα από το οποίο η διάκριση ανάμεσα στις διάφορες μορφές πολιτικής βίας είναι ιδιαίτερα προβληματική. Πολιτικά, γιατί η βία ως μέσο προώθησης πολιτικών αιτημάτων δεν έχει καμία απολύτως θέση στη δημοκρατία και ηθικά, γιατί είναι απόλυτα επιλήψιμος ο διαχωρισμός των θυμάτων της πολιτικής βίας με βάση την ταυτότητα του θύτη τους. Εχουν άραγε διαφορετική βαρύτητα οι επιθέσεις κατά των μεταναστών από τους προπηλακισμούς καθηγητών, δημοσιογράφων ή πολιτικών; Εχει μήπως άλλη «αξία» ο φόνος του Παύλου Φύσσα από αυτόν του Δημήτρη Μίχα, του Νεκτάριου Σάββα από αυτόν του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική και κάθε απόπειρα για το αντίθετο πρέπει να στιγματίζεται. Η αναζήτηση αποχρώσεων και δικαιολογιών δεν επιδιώκει βέβαια την περιγραφική ακρίβεια αλλά το πολιτικό πλεονέκτημα.

Η φιλολογία περί «θεωρίας των δύο άκρων» θα ήταν απλά γραφική αν δεν υποκαθιστούσε και παρεμπόδιζε μια πραγματική συζήτηση για την πολιτική βία στην Ελλάδα. Θα ήμασταν τυχεροί αν το πρόβλημα περιοριζόταν στην εγκληματική συμμορία που ακούει στο όνομα Χρυσή Αυγή. Η πραγματικότητα είναι πως η χώρα έχει ένα βαθύτερο πρόβλημα πολύμορφης και πολυσχιδούς πολιτικής βίας που προϋπάρχει της κρίσης.

Περισσότερα

Wednesday, September 25, 2013

The End of Poverty, Soon

by Jeffrey D. Sachs

New York Times

September 24, 2013

Appealing for peace 50 years ago, President John F. Kennedy told the Irish Parliament, “The problems of the world cannot possibly be solved by skeptics or cynics, whose horizons are limited by the obvious realities. We need men who can dream of things that never were and ask, why not?”

Today, more and more people are dreaming of a world free of poverty.

In April, the Development Committee of the World Bank set the goal of ending extreme poverty by the year 2030. More recently, the United Nations General Assembly working group on global goals concluded that “eradicating poverty in a generation is an ambitious but feasible goal.” As one who wrote in 2005 that ours was the generation that could end extreme poverty, I am pleased to see this idea take hold at the highest levels.

Are these errant dreams as the world barrels toward more confusion, conflict and climate change, or is there something substantial in the recent wave of high-level interest in the idea? The evidence is on the side of the optimists. And the evidence also supports both those who favor more markets and those who favor more public-private strategies. It’s all a matter of context.

More

Friday, September 20, 2013

Συζήτηση για τη Χρυσή Αυγή, τα "άκρα" και την πολιτική βία

"Επ' Ακροατηρίω" μια εκπομπή του Χρήστου Γραμματίδη
Amagi Radio
19 Σεπτεμβρίου 2013

Προσκεκλημένοι:

Αριστείδης Χατζής
Αν. Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
[από 1.3.14 έως 1.34.38]

Βασίλης Σωτηρόπουλος
Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης του Δήμου Αθηναίων, Δικηγόρος
[από 1.36.35 έως 1.54.38]


Tuesday, September 17, 2013

Ρίτσος: Ασυμβίβαστος Ποιητής ή Δειλός Κομφορμιστής;

του Χάρη Βλαβιανού

Athens Review of Books
Σεπτέμβριος 2013

Ο Στάλιν μισούσε την ποίηση. Θεωρούσε τους ποιητές ενοχλητικές αλογόμυγες.
Νικίτα Χρουτσώφ

Όχι, δεν είναι αλήθεια. Δεν είναι αλήθεια. / Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες. Σταματήστε τις. / Ο Ιωσήφ Στάλιν δεν πέθανε. / Είναι παρών ο Στάλιν στο παγκόσμιο πόστο του. (...) Σώπα γιαγιά και σκούπισε με το τσεμπέρι σου τα μάτια σου. / Όταν σβύνει η φωτιά σου κάτω από το τσουκάλι σου / Είναι ο Στάλιν που σκύβει και φυσάει τη φωτιά σου ν’ ανάψει.
(Γιάννης Ρίτσος, Για τον θάνατο του Στάλιν, 1953)

1. Τα γνωστά και τετριμμένα

Κάθε διανοούμενος, εφόσον έχει αποφασίσει να διαμορφώνει και να διατυπώνει απόψεις, είναι λογικό να φιλοδοξεί να τις καταστήσει ενεργές στο πλαίσιο της κοινωνίας στην οποία ζει και δραστηριοποιείται. Όποιος ισχυρίζεται ότι γράφει μόνο για τον εαυτό του (όπως σπεύδουν να μας υπενθυμίσουν με κάθε ευκαιρία κάποιοι γραφικοί «εστέτ» συγγραφείς μας), ή εν ονόματι της καθαρής γνώσης (ή της «καθαρής ποίησης»), δεν είναι διανοούμενος. Όπως έλεγε και ο Ζενέ, από τη στιγμή που δημοσιεύεις κριτικά κείμενα (κείμενα εν γένει θα πρόσθετα εγώ – άρα και ποιήματα), ή υποστηρίζεις μια θέση, έχεις μπει στον χορό της πολιτικής· αν, λοιπόν, αρνείσαι την πολιτική, αρνείσαι τον δημόσιο λόγο και τον ρόλο σου. (Βλέπε, για παράδειγμα, και την πρόσφατη διαμάχη στις στήλες του Βήματος ανάμεσα στον Γιώργη Γιατρομανωλάκη και τον Νίκο Μουζέλη, με αφορμή την επιστολή του Νάνου Βαλαωρίτη προς τον Α. Σαμαρά ή τις αντιδράσεις που προκάλεσαν οι δηλώσεις της Κικής Δημουλά για τους μετανάστες στην Κυψέλη. Είναι προφανές ότι οι ποιητές δεν περνούν όλη τη μέρα τους κλεισμένοι στον χρυσελεφάντινο πύργο της poésie, και άρα όταν γράφουν ή μιλούν για θέματα που δεν αφορούν αποκλειστικά την τέχνη τους κρίνονται όπως ο κάθε «άμουσος θνητός»).

Το να πει κανείς πως η πολιτική βρίσκεται παντού (ή με τα λόγια του Ναπολέοντα ότι «η πολιτική είναι μοίρα»), πως δεν μπορεί να την αγνοήσει δραπετεύοντας στον χώρο του κυνικού σχετικισμού, ή της υπερβατολογικής φιλοσοφίας, είναι κοινοτοπία. Αλλά ίσως στη σημερινή συγκυρία, με την πολιτική κατάσταση, μέρα με τη μέρα, να γίνεται όλο και πιο ζοφερή, χρειάζεται να την επαναλάβουμε. Οι διανοούμενοι, ωστόσο, όπως ορθά σημειώνει ο Σαΐντ (αλλά και ο Ρόρτυ), είναι άνθρωποι του καιρού τους, ευάλωτοι και αυτοί στην εικόνα της πραγματικότητας που παράγει για λογαριασμό τους η βιομηχανία των μέσων μαζικής ενημέρωσης. O μόνος τρόπος να της αντισταθούν είναι να κρίνουν αυτή την εικόνα, να υπονομεύουν τον αποστειρωμένο λόγο της εξουσίας τον οποίο διακινούν τα πανίσχυρα αυτά Μέσα, και ν’ αμφισβητούν κάθε διανοητικό συρμό που τρέφει και συντηρεί η καθεστηκυία τάξη· ν’ αποκαλύπτουν, δηλαδή, “the mask behind the mask” όπως θα ’λεγε ο Έλιοτ, να δίνουν έστω τις δικές τους εναλλακτικές εκδοχές πάνω σε ό,τι τείνει να επιβληθεί ως κυρίαρχη ιδεολογία μέσα στην κοινωνία.

Δεν είναι εύκολος αυτός ο ρόλος· όσοι αναλαμβάνουν να διαχωρίσουν τη θέση τους από τις επίσημες ή «λαοφιλείς» γραμμές και στρατηγικές (βλ. Μακεδονικό παλαιότερα, Κυπριακό και Εκκλησιαστικό πρόσφατα, Μνημόνιο σήμερα) το γνωρίζουν καλά: αν δεν ευθυγραμμιστούν με αυτή την άποψη, απειλούνται από τον κίνδυνο να απομονωθούν ή ακόμη και να διαπομπευθούν. Αλλά ο διανοούμενος δεν είναι ούτε ειρηνοποιός ούτε υπέρμαχος μιας αόριστης, γενικής συναίνεσης. O ρόλος του δεν είναι να εκφράζει «συλλογικούς καημούς» ή πλειοψηφικές τάσεις. Να καθησυχάζει και να χαϊδεύει τα αυτιά των όποιων «αγανακτισμένων» –όπως κάνουν διάφοροι γραφικοί «τροβαδούροι» ή όψιμοι «Ροβεσπιέροι» του “Φίλιον”. Είναι κάποιος που διεκδικεί και υπερασπίζεται την κριτική στάση· που αρνείται να αποδεχθεί εύκολες συνταγές ή προκατασκευασμένα κλισέ· που δεν αναπαράγει την ορθοδοξία και το δόγμα· που δεν ενδίδει στην ήπια, καθησυχαστική γλώσσα των εξουσιαστικών θεσμών. Και δεν αντιστέκεται μόνο ατομικά, αλλά είναι έτοιμος να διατυπώσει ρητά και δημόσια τις ενστάσεις του. Βρίσκεται σε συνεχή πνευματική εγρήγορση, σε μια «σχεδόν αθλητική διανοητική ενεργητικότητα» όπως θα ’λεγε αμερικανός κριτικός, για να μην επιτρέψει σε μισές αλήθειες, κίβδηλες ιδέες και φανατικά συνθήματα να διαδοθούν και να επικρατήσουν. Αδιαφορώντας αν θα γίνει δυσάρεστος· αναλαμβάνοντας το τίμημα, που πολλές φορές μπορεί να είναι ιδιαίτερα σκληρό, αυτής της στάσης. Δεν σπεύδει επομένως να στείλει συγχαρητήρια επιστολή σε νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό, ούτε να διατρανώσει «ότι το όνομά μας είναι η ψυχή μας», όταν ό ίδιος έχει φροντίσει ν’ αλλάξει το δικό του, ούτε ασφαλώς, όπως κάνουν διάφορα «ελληνόπουλα», να καταγγέλλει σήμερα αυτό που ελαφρά τη καρδία θα ενστερνιστεί αύριο. Το πιο προβλέψιμο πράγμα, αλλά ταυτόχρονα και πιο γελοίο είναι να βλέπεις, όπως σήμερα, διανοούμενους να τρέχουν ασθμαίνοντες να μάθουν το “newspeak” της νέας πολιτικής κατάστασης, αποσκοπώντας οι περισσότεροι στα κέρδη που η παπαγαλία αυτή θα αποφέρει στο προσεχές μέλλον.

Περισσότερα

Monday, September 9, 2013

Ελεύθερες Αγορές ή Μιζέρια;

του Αριστείδη Χατζή*

Τα Νέα

9 Σεπτεμβρίου 2013

Σε πρόσφατο άρθρο του ο Economist υπολογίζει ότι τα τελευταία 20 χρόνια τα άτομα που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας μειώθηκαν κατά 1 δισ. Από το 1990 έως το 2010 το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε άθλιες συνθήκες ανέχειας στις αναπτυσσόμενες χώρες μειώθηκε από το 43% στο 21%. Αυτή η ταχύτατη βελτίωση των συνθηκών ζωής οφείλεται κυρίως στην παγκοσμιοποίηση και στο άνοιγμα των αγορών. Οι αναπτυσσόμενες χώρες αύξησαν τους ρυθμούς ανάπτυξής τους και αυτό οδήγησε σε κάθε περίπτωση σε μείωση της φτώχειας. Όσες χώρες έδωσαν ταυτόχρονα έμφαση και στην κοινωνική αλληλεγγύη, περιορίζοντας την ανισότητα, κατάφεραν να μειώσουν πολύ περισσότερο τη φτώχεια από τις υπόλοιπες. Έτσι, διαπιστώνει ο Economist τα 2/3 της μείωσης της φτώχειας οφείλονται στην ελεύθερη αγορά και την οικονομική ανάπτυξη και το 1/3 στη μείωση της ανισότητας.

Θεωρείται πλέον δεδομένο και μη αμφισβητήσιμο – τουλάχιστον σε όσους δεν είναι οικονομικά αναλφάβητοι ή αθεράπευτα παρωπιδικοί - ότι μόνο οι ελεύθερες αγορές μπορούν να δημιουργήσουν πλούτο, να οδηγήσουν σε οικονομική ανάπτυξη και να κάνουν μια χώρα και τους κατοίκους της πλουσιότερους. Όπως θεωρείται επίσης δεδομένο ότι η αγορά δημιουργεί περισσότερο πλούτο μακροπρόθεσμα εφόσον ρυθμίζεται έτσι ώστε να είναι ανταγωνιστική και όχι έρμαιο ισχυρών οικονομικών και πολιτικών ομάδων συμφερόντων. Ταυτόχρονα είναι πλέον κοινώς αποδεκτό πως η περιορισμένη (για να μη δημιουργεί αντικίνητρα) αναδιανομή του πλούτου και η στοχευμένη κοινωνική πολιτική μπορεί να βελτιώσουν σημαντικά το βιοτικό επίπεδο και να διασφαλίσουν την κοινωνική συνοχή και την πολιτική ομαλότητα. Το δίλημμα λοιπόν (αν υποθέσουμε πως υπάρχει) είναι «αγορές ή μιζέρια», καταλήγει ο Economist.

Μια από τις σημαντικότερες συμβολές στη συζήτηση για τις προϋποθέσεις λειτουργίας της αγοράς με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για μια κοινωνία οφείλεται στον Ronald Coase (Ρόναλντ Κόουζ), ο οποίος πέθανε την προηγούμενη εβδομάδα πλήρης ημερών (1910-2013). Ο Coase εντόπισε ένα σοβαρό πρόβλημα στην ελεύθερη αγορά: κάθε συναλλαγή έχει κόστος. Είναι το κόστος που οφείλεται στην έρευνα των συναλλασσομένων για να βρουν μια καλή ευκαιρία ή ένα έξυπνο επιχειρηματικό σχέδιο, το κόστος που δημιουργεί η διαπραγμάτευση που κάθε συναλλαγή απαιτεί αλλά και το κόστος εφαρμογής μιας συμφωνίας. Αυτό το κόστος των συναλλαγών, παρατήρησε ο Coase, είναι ενδογενές στην αγορά και πολλές φορές εμποδίζει τα άτομα να συνάψουν αμοιβαίως επωφελείς συμβάσεις που αυξάνουν τον κοινωνικό πλούτο.

Ευτυχώς το κόστος αυτό μπορεί να μειωθεί με διάφορους τρόπους. Οι επιχειρήσεις προσπαθούν να το μειώσουν με την καθετοποίηση της παραγωγής, το κράτος μπορεί να το μειώσει σε κάποιες περιπτώσεις με τις κατάλληλες ρυθμίσεις αλλά τις περισσότερες φορές αυτό το κόστος το μειώνουν τα ίδια τα άτομα που ανακαλύπτουν ιδιοφυείς τρόπους που κανένας κεντρικός σχεδιαστής δεν μπορεί να φανταστεί.

Βέβαια ο Coase και όσοι συνέχισαν το έργο του δεν άργησαν να επισημάνουν ότι το μεγαλύτερο μέρος του κόστους συναλλαγών δημιουργείται από το κράτος. Η Ελλάδα είναι ένα από τα διαβόητα πλέον παραδείγματα διεθνώς. Έως και τις πρόσφατες άτολμες μεταρρυθμίσεις, τις οποίες υποχρεώθηκε η χώρα μας να εφαρμόσει υπό τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, το κόστος συναλλαγών για πολλές οικονομικές δραστηριότητες ήταν από τα υψηλότερα (ή και το υψηλότερο) στην ΕΕ. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το κόστος συναλλαγών που δημιουργεί εμπόδια στις επενδύσεις και ειδικά στην ίδρυση μιας επιχείρησης. Έτσι, μέχρι και το 2008-9 η θέση της Ελλάδας στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας ως προς την «φιλικότητα» έναντι των επιχειρήσεων ήταν γειτονική με χώρες όπως η Γκάνα, η Ναμίμπια και η Υεμένη. Άλλα παραδείγματα είναι το απαράδεκτα υψηλό κόστος μεταβίβασης ακινήτων, τα κλειστά επαγγέλματα τα οποία αυξάνουν το κόστος παροχής υπηρεσιών και το άθλιο φορολογικό σύστημα. Μια ιδιαίτερα σημαντική αιτία δημιουργίας εμποδίων στις συναλλαγές είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης σε μία χώρα που κυριαρχεί η διαφθορά ενώ το κοινωνικό κεφάλαιο είναι ελλειμματικό. Δεν είναι τυχαίο ότι οι παγκόσμιοι δείκτες οικονομικής ελευθερίας κατατάσσουν την Ελλάδα στις χώρες με περιορισμένη οικονομική ελευθερία.

Μια χώρα που ακόμα και σήμερα δεν τολμά να απελευθερώσει την αγορά της για να δημιουργηθεί επιτέλους πραγματικός πλούτος (όχι αυτός που προέρχεται από επιδοτήσεις και δανεισμό) ώστε να μπορέσει να χρηματοδοτήσει ένα αξιοπρεπές κοινωνικό κράτος, είναι καταδικασμένη στη φτώχεια και τη μιζέρια, οικονομική και πολιτική.

* Ο Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Εδώ θα βρεις το άρθρο σε μορφή PDF όπως δημοσιεύθηκε στα Νέα

Εδώ θα βρεις το άρθρο στην ιστοσελίδα των Νέων (μόνο για συνδρομητές)

Εδώ θα βρεις το άρθρο του Economist

Εδώ θα βρεις ένα κείμενό μου για το θεώρημα του Coase και την οικονομική ανάλυση του δικαίου

Εδώ θα βρεις ένα κείμενο για τη ζωή και το έργο του Ronald Coase

                

Thursday, September 5, 2013

Ο δρόμος προς την ελευθερία

του Αριστείδη Χατζή


1. Από το δρόμο προς τη δουλεία...

Ο Austin Powers είναι Άγγλος κατάσκοπος που δρα στο ψυχεδελικό Λονδίνο της δεκαετίας του 1960. Η Νέμεσίς του είναι ο Dr. Evil, που βέβαια θέλει να καταστρέψει τον κόσμο. Στην προσπάθειά του να αποφύγει τον Austin ο Dr. Evil αποφασίζει να παγώσει τον εαυτό του με την κρυοστατική μέθοδο και να παραμείνει στην κατάσταση αυτή για 30 χρόνια. O Austin βέβαια θα τον ακολουθήσει στο μέλλον. Έτσι επανέρχεται και αυτός στη ζωή 30 χρόνια μετά, το 1997. Το πρώτο που μαθαίνει, αμέσως μόλις τον ξεπαγώνουν, είναι ότι ο Ψυχρός Πόλεμος έχει τελειώσει. Η ενστικτώδης αντίδραση του Austin είναι η αναμενόμενη για οποιονδήποτε έζησε και έδρασε το 1967, ακόμα και για έναν πράκτορα των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών:
Επιτέλους αυτά τα καπιταλιστικά γουρούνια θα πληρώσουν για τα εγκλήματά τους, ε; Ε, σύντροφοι;
Κανείς δεν πίστευε το 1967 ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία και οι ελεύθερες αγορές θα μπορούσαν να επιβιώσουν του Ψυχρού Πολέμου. Ο «δρόμος προς τη δουλεία» που περιέγραφε ο F.A. Hayek (1944) και ο εφιάλτης του 1984 του George Orwell προφήτευαν ένα μέλλον όπου η αυξανόμενη παρέμβαση του κράτους στην κοινωνία και στην οικονομία θα οδηγούσαν αργά η γρήγορα στην παρακμή της φιλελεύθερης δημοκρατίας ως τρόπου πολιτικής οργάνωσης και της ελεύθερης αγοράς ως τρόπου οικονομικής οργάνωσης. Τα κομμουνιστικά καθεστώτα σε όλο τον κόσμο αυξάνονταν, η δύναμη των κομμάτων που επιδίωκαν την αλλαγή του πολιτικού και οικονομικού συστήματος μεγάλωνε και ο πόλεμος στο Βιετνάμ αλλά και το παράδειγμα της Καμπότζης και πολλών άλλων χωρών της Αφρικής (όπως η Αγκόλα) και της Λατινικής Αμερικής (όπως η Νικαράγουα) αποδείκνυαν ότι η Δύση βρισκόταν σε άτακτη υποχώρηση.

Η ηττοπάθεια που επικρατούσε στη Δύση τη δεκαετία του 1970 άρχιζε να θυμίζει επικίνδυνα εκείνη της Ευρώπης στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Καθώς πλησίαζε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, με την εξαίρεση της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν απορρίψει τη δημοκρατία: Η Γερμανία του Χίτλερ, η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν, η Ιταλία του Μουσολίνι και η Ισπανία του Φράνκο αποτελούσαν τα νέα πρότυπα. Στην Ελλάδα πριν τους προλάβει ο Ιωάννης Μεταξάς, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Νικόλαος Πλαστήρας συζητούσαν το ενδεχόμενο δικτατορίας κατά τα πρότυπα του επιτυχημένου γι’ αυτούς Μουσολίνι.

Η συντριβή του Άξονα το 1945 δεν οδήγησε στο τέλος του ολοκληρωτισμού στην Ευρώπη. Απλά αυτή μοιράστηκε σε δύο στρατόπεδα. Η συμβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην τελική νίκη, αλλά και η ισχύς της, επέβαλε αυτόν το διαχωρισμό που τον συμβόλιζε από το 1961 και έπειτα το Τείχος του Βερολίνου. Παρά την προϊούσα απογοήτευση της ευρωπαϊκής αριστεράς και την αποστασιοποίησή της από τον σοβιετικού τύπου κομμουνισμό, κανείς δεν αμφέβαλλε ότι το μέλλον δεν ανήκε πλέον στη Δύση αλλά στην Ανατολή. Στην καλύτερη περίπτωση οι χώρες της Δύσης θα μετέβαιναν δημοκρατικά στον σοσιαλισμό και στη χειρότερη μετά με τη βία μετά την επικράτηση των Σοβιετικών στον Ψυχρό πόλεμο. Αυτό υπέθεσε ότι συνέβη και ο Austin Powers όταν «μεταφέρθηκε» από το Λονδίνο του 1967 στο μέλλον.

Κατεβάστε όλο το κείμενο σε μορφή PDF από εδώ

Monday, September 2, 2013

Syria and the Doctrine of Humanitarian Intervention

by Fernando Teson

Bleeding Heart Libertarians

September 2, 2013

Some supporters of the proposed intervention in Syria call it a genuine case of humanitarian intervention (see here and here). In reply, critics may:

A) Deny the validity of the doctrine itself (if you fall into this category, you can safely stop reading), or

B) Accept the doctrine but deny that it can justify the intervention in Syria.

I have long defended the doctrine of humanitarian intervention, and have argued that a number of past actions may have been justified under the doctrine (see here). I would like to explain, therefore, why my position on Syria falls under B) above: the military action proposed by the Obama administration (limited aerial bombings) would not be justified under the doctrine. In contrast, a full-fledged intervention that would overthrow Al-Assad while neutralizing Al-Qaeda could be justified under the doctrine if it complied with the principle of proportionality. Given the predictable dire consequences of a full invasion for the region and the world, such action is unlikely to be proportionate, and therefore the United States should stay out.

(One word of caution. The legal humanitarian intervention doctrine differs from its moral counterpart. Most international lawyers require United Nations Security Council authorization as a condition for the lawfulness of action (not Congressional authorization, which is irrelevant to international law.) I disagree, but mine is concededly a minority view among international law scholars. I do not think the UNSC will authorize the intervention in Syria, but, be that as it may, I will focus here on the moral version of the doctrine, just because I do not believe the authorization vel non changes the moral position.)

Any act of war, and therefore any armed humanitarian action, must have a just cause. The only available just cause is rescuing large numbers of persons from deadly attacks (by their government or others). A war to make a point, or save the nation’s prestige, or advance the national interest, or even punish a war criminal, is never justified. Killing for symbolic reasons is impermissible.

More

Friday, August 23, 2013

Τα τανκς και η Δημοκρατία

του Γιώργου Σιακαντάρη

Τα Νέα

23 Αυγούστου 2013

Σαν αύριο, 45 χρόνια πριν, την 21η Αυγούστου 1968 άρχισε η προέλαση στο έδαφος της Τσεχοσλοβακίας των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Για πάρα πολλούς, τότε, έσβησαν και οι τελευταίες ελπίδες ότι ο σοβιετικός κομμουνισμός είναι ένα επιδεχόμενο εσωτερικών μεταρρυθμίσεων σύστημα. Βεβαίως το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 89 αρκετοί συνειδητοποίησαν ότι το πρόβλημα με το κομμουνιστικό σύστημα δεν ήταν η όποια διαστρέβλωση των αρχών του, αλλά οι ίδιες οι αρχές του. Το 1968 είχαμε μια πολιτική ήττα του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά το 1989 η ήττα ήταν ηθική.

Ακόμη και σήμερα όμως υπάρχει μια μερίδα αναλυτών, οι οποίοι αν και δεν αρνούνται να αποδεχτούν τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», θεωρούν πως οι αιτίες των σταλινικών θηριωδιών βρίσκονται στην εφαρμογή της θεωρίας και όχι στις αρχές της. Έχουμε εδώ την απλουστευτική εικόνα των καλών Μαρξ – Λένιν και των εγκληματιών Στάλιν- Μάο, Πολ Πότ ... Υπεραπλουστευτική θεώρηση που βλάπτει την αντίληψη σύμφωνα με την οποία η ταξική ανάλυση, η μάχη για τη μείωση των ανισοτήτων, η ιδέα της κοινωνικής και ατομικής χειραφέτησης, ο εναρμονισμός των ατομικών με τα κοινωνικά δικαιώματα είναι πράγματα επίκαιρα και ιδιαιτέρως σημαντικά.

Περισσότερα

Wednesday, August 14, 2013

Δέκα ιστορίες για τα ανθρώπινα κολαστήρια

της Λαμπρινής Κουζέλη

Το Βήμα

14 Αυγούστου 2013

Στρατόπεδα συγκέντρωσης, μεταγωγών, εργασίας, εξόντωσης... Είτε πρόκειται για τα ναζιστικά στρατόπεδα είτε για τα σοβιετικά γκουλάγκ, η πραγματικότητα είναι κοινή: φόβος, βασανισμοί, ψυχολογική εξάντληση, σωματική καταπόνηση, επιβίωση στην κόψη του ακραίου, φρίκη. Οσοι γλίτωσαν από τον εφιάλτη καταγράφουν συνταρακτικά βιώματα σε αφηγήσεις με σκοπό να μείνει η ιστορική μνήμη ζωντανή. Η ιστορικός Οντέτ Βαρών-Βασάρ, συστηματική μελετήτρια της λογοτεχνίας των στρατοπέδων και συγγραφέας του βιβλίου «Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των εβραίων» (Εστία, 2012), προτείνει δέκα βιβλία για την κόλαση των στρατοπέδων.

Πρίμο Λέβι, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος (μτφ. Χαρά Σαρλικιώτη, Αγρα, 1997). Το εμβληματικότερο έργο για τη γενοκτονία των εβραίων και την εμπειρία της εκτόπισης στο ναζιστικό στρατόπεδο του Αουσβιτς, όπου συντελέστηκε η εξόντωση σχεδόν 1 εκατ. εβραίων της Ευρώπης για φυλετικούς λόγους. Ο ιταλοεβραίος συγγραφέας, επιζών του στρατοπέδου, δεν αφηγείται μόνο τη δική του ιστορία υπακούοντας στο «χρέος της μνήμης» αλλά προχωρεί και σε έναν αναστοχασμό για την ανθρώπινη φύση.

Ζαν Αμερύ, Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση (μτφ. - σημειώσεις Γιάννης Καλιφατίδης, Αγρα, 2010). Η συλλογή δοκιμίων του αυστριακού εβραίου αποτέλεσε σταθμό για τη γερμανόφωνη βιβλιογραφία. Αν και αρχική πρόθεση του συγγραφέα ήταν να γράψει για τη δεινή θέση του άθρησκου διανοουμένου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, το βιβλίο αγγίζει ευρύτερες θεματικές, όπως αυτή των βασανιστηρίων ή της εβραϊκής ταυτότητας, με σελίδες σπάνιας διαύγειας.

Ελί Βιζέλ, Η νύχτα (μτφ. Γιώργος Ξενάριος, Μεταίχμιο, 2008). Ο συγγραφέας εκτοπίστηκε έφηβος μαζί με την οικογένειά του και ολόκληρη την κοινότητα της κωμόπολης της Τρανσυλβανίας. Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία από τη στιγμή της εκτόπισης με τρένο στο Αουσβιτς ως την απελευθέρωση στο Μπούχενβαλντ. Η φωνή του Βιζέλ, φωνή θρησκευόμενου εβραίου που δεν χάνει την πίστη του, έχει τη δική της δύναμη και ιδιαιτερότητα.

Tuesday, August 13, 2013

Aryeh Neier, "The International Human Rights Movement: A History"

Princeton University Press
Press Release
August 2013


During the past several decades, the international human rights movement has had a crucial hand in the struggle against totalitarian regimes, cruelties in wars, and crimes against humanity. Today, it grapples with the war against terror and subsequent abuses of government power. In The International Human Rights Movement, Aryeh Neier--a leading figure and a founder of the contemporary movement--offers a comprehensive and authoritative account of this global force, from its beginnings in the seventeenth and eighteenth centuries to its essential place in world affairs today. Neier combines analysis with personal experience, and gives a unique insider's perspective on the movement's goals, the disputes about its mission, and its rise to international importance.

Discussing the movement's origins, Neier looks at the dissenters who fought for religious freedoms in seventeenth-century England and the abolitionists who opposed slavery before the Civil War era. He pays special attention to the period from the 1970s onward, and he describes the growth of the human rights movement after the Helsinki Accords, the roles played by American presidential administrations, and the astonishing Arab revolutions of 2011. Neier argues that the contemporary human rights movement was, to a large extent, an outgrowth of the Cold War, and he demonstrates how it became the driving influence in international law, institutions, and rights. Throughout, Neier highlights key figures, controversies, and organizations, including Amnesty International and Human Rights Watch, and he considers the challenges to come.

Illuminating and insightful, The International Human Rights Movement is a remarkable account of a significant world movement, told by a key figure in its evolution.

Aryeh Neier is president emeritus of the Open Society Foundations and distinguished visiting professor at the Paris School of International Affairs of Sciences Po. Previously he was executive director of Human Rights Watch and executive director of the American Civil Liberties Union. A contributor to many major publications, he is the author of Taking Liberties and War Crimes</i>, among other books.


Monday, August 12, 2013

The Problem is Authoritarianism, Not Islam

by Dani Rodrik

Project Syndicate

August 12, 2013

Is Islam fundamentally incompatible with democracy? Time and again events compel us to ask this question. And yet it is a question that obscures more than it illuminates.

Turkey, Egypt, and Tunisia are very different countries, but one thing that they share are Islamist governments (at least until recently in Egypt’s case). To varying degrees, these governments have undermined their democratic credentials by failing to protect civil and human rights and employing heavy-handed tactics against their opponents. Despite repeated assurances, Islamist leaders have shown little interest in democracy beyond winning at the ballot box.

So those who believe that the removal of Egyptian President Mohamed Morsi’s government was justified have a point. As the Muslim Brotherhood’s rule became increasingly authoritarian, it trampled on the ideals and aspirations of the Tahrir Square revolution that toppled former President Hosni Mubarak in 2011.

Nonetheless, the support that the military coup received from many Egyptian liberals is difficult to fathom. Clever word games cannot hide the essence of what happened: a government that came to power in a fair election was overthrown by the army.

More

Tuesday, August 6, 2013

Hiroshima, Nagasaki, and the U.S. Terror State

by Anthony Gregory

Libertarian Standard

August 6, 2013

Being a U.S. war criminal means never having to say sorry. Paul Tibbets, the man who flew the Enola Gay and destroyed Hiroshima, lived to the impressive age of 92 without publicly expressing guilt for what he had done. He had even reenacted his infamous mission at a 1976 Texas air show, complete with a mushroom cloud, and later said he never meant this to be offensive. In contrast, he called it a “damn big insult” when the Smithsonian planned an exhibit in 1995 showing some of the damage the bombing caused.

We might understand a man not coming to terms with his most important contribution to human history being such a destructive act. But what about the rest of the country?

It’s sickening that Americans even debate the atomic bombings, as they do every year in early August. Polls in recent years reveal overwhelming majorities of the American public accepting the acts as necessary.

Conservatives are much worse on this topic, although liberals surely don’t give it the weight it deserves. Trent Lott was taken to the woodshed for his comments in late 2002 about how Strom Thurmond would have been a better president than Truman. Lott and Thurmond both represent ugly strains in American politics, but no one dared question the assumption that Thurmond was obviously a less defensible candidate than Truman. Zora Neale Hurston, heroic author of the Harlem Renaissance, might have had a different take, as she astutely called Truman “a monster” and “the butcher of Asia.” Governmental segregation is terrible, but why is murdering hundreds of thousands of foreign civilians with as much thought as one would give to eradicating silverfish treated as simply a controversial policy decision in comparison?

Perhaps it is the appeal to necessity. We hear that the United States would have otherwise had to invade the Japanese mainland and so the bombings saved American lives. But saving U.S. soldiers wouldn’t justify killing Japanese children any more than saving Taliban soldiers would justify dropping bombs on American children. Targeting civilians to manipulate their government is the very definition of terrorism. Everyone was properly horrified by Anders Behring Breivik’s 2011 murder spree in Norway – killing innocents to alter diplomacy. Truman murdered a thousand times as many innocents on August 6, 1945, then again on August 9.

More

Wednesday, July 31, 2013

Ο θείος Τάσος και η Χρυσή Αυγή

του Γεώργιος Στείρη

Parapolitika.gr

31 Ιουλίου 2013

Η αισθητή παρουσία της Χρυσής Αυγής στα ελληνικά πολιτικά πράγματα έχει απασχολήσει τους τελευταίους μήνες την κοινή γνώμη τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, με ανάμεικτα αισθήματα. Η πλειοψηφία ανησυχεί, αλλά αρκετοί είναι εκείνοι που επιχαίρουν. Ο χαρακτηρισμός «χρυσαυγίτης» ακούγεται όλο και περισσότερο στην καθημερινότητά μας. Το ερώτημα είναι εάν αποδίδεται σωστά στα πρόσωπα που αποδίδεται. Η Χρυσή Αυγή δεν αποτελεί κόμμα αστικού τύπου, ώστε να αποτελεί ευρύ χώρο υποδοχής ετερόκλητων ανθρώπων, αλλά μια παραστρατιωτικής υφής οργάνωση, με ό,τι αυτό θα έπρεπε λογικά να συνεπάγεται. Εντούτοις, στην ελληνική εκδοχή του πράγματος, βλέπουμε να στεγάζονται υπό τη σκέπη της μια πλειάδα Ελλήνων, οι οποίοι προέρχονται από διαφορετικές αφετηρίες. Μια εύκολη εξήγηση, συχνά γραφόμενη και υποστηριζόμενη, είναι πως αποτελεί έκφραση διαμαρτυρίας των πολιτών προς το αστικό πολιτικό σύστημα και την πιεστική, έως τραγική, καθημερινότητα. Επειδή όλοι μας, εάν το θέλουμε, μπορούμε να έχουμε μνήμη, ας ανατρέξουμε στην εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών, ώστε να δούμε ότι αυτοί που στεγάζονται στη Χρυσή Αυγή δεν είναι κατ’ ανάγκη χρυσαυγίτες, αλλά άνθρωποι που ιδεολογικά ήταν ακροδεξιοί, χωρίς να το έχουν συνειδητοποιήσει ή να τολμούν, τότε, να το παραδεχθούν ανοικτά και χωρίς αστερίσκους.

Οι υπάρχοντες ακροδεξιοί μετακόμισαν προς την Χρυσή Αυγή, δεν δημιουργήθηκαν στην πλειοψηφία τους σήμερα. Ο θείος Τάσος, ο μπάρμπα Γιώργης στη γειτονιά, ο Γιάννης ο φούρναρης και ο συμφοιτητής Μάνος αποτελούν κοινές, σε πολλούς μας, ιστορίες.
Ο θείος Τάσος ήταν ανδρεϊκός και ψήφιζε φανατικά το ΠΑΣΟΚ. Έδινε και χρήματα για το κόμμα όποτε παρίστατο ανάγκη. Με όρους του σήμερα, ανήκε στο πατριωτικό ΠΑΣΟΚ. Διέπετο από αντιαμερικανισμό και είχε πάθος με την υπεράσπιση των συνόρων από τους Τούρκους. Εκείνο όμως που τον απασχολούσε περισσότερο ήταν οι συνομωσίες των σιωνιστών που επιβουλεύονταν τον ελληνισμό. Διάβαζε φανατικά βιβλιογραφία σχετική με το θέμα και δεν δίσταζε να διατρανώνει την πεποίθησή του ότι «όλα τα κανονίζουν οι Εβραίοι». Συνεπώς, για τον θείο, δεν ήταν στραβά όλα όσα έκανε ο Χίτλερ. Παρεμπιπτόντως, και η ήττα του Χίτλερ στους Εβραίους αποδιδόταν. Πολλά χρόνια αργότερα ο θείος Τάσος είχε την ίδια ερμηνεία για τη διαμάχη Σημίτη – Χριστόδουλου σχετικά με την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Θα χαιρόταν, φαντάζομαι, που προσφάτως τον δικαίωσαν οι αποκαλύψεις της Δήμητρας Λιάνη και του Τράγκα...

Ο μπάρμπα Γιώργης ήταν γείτονας, ο οποίος ψήφιζε τη Νέα Δημοκρατία. Ένιωθε όμως ασφυκτικά μέσα στο κοστούμι της μεταπολίτευσης. Με παράπονο συνήθιζε να λέγει ότι στην πραγματικότητα ήταν βασιλικός και χουντικός, αλλά δεν είχε κομματικό φορέα να τον εκφράσει. Αφήστε που δεν έπρεπε να βγει ο Αντρέας. Θεωρούσε ότι κάθε ίχνος αλλαγής στην ελληνική κοινωνία αποτελεί σημάδι παρακμής. Μόνο η εμμονή στην ελληνική παράδοση θα μας σώσει. Όσο για την Κατοχή, δεν έπαυε να υποστηρίζει την προσφορά των ταγμάτων ασφαλείας στη σωτηρία του έθνους από τους «συμμορίτες και τον εβραιομασόνο Στάλιν».

Περισσότερα

Monday, July 29, 2013

China: Citizens united

Financial Times
July 29, 2013

When the Chinese police arrested rights lawyer Xu Zhiyong on July 16, they charged him with “gathering a crowd to disturb order in a public place”.

As Mr Xu had been under house arrest since April, the charge triggered an outcry. But in the eyes of China’s ruling Communist party, the softly spoken but stubborn lawyer is still a threat, even while confined to his Beijing home. Over the past year, Mr Xu has worked to link activists who were each running individual campaigns, marshalling them into a broader movement called “citizenry” to foster a sense of rights and responsibilities across a range of public issues. It is the virtual equivalent of a crowd in the street.

This has touched a raw nerve with the new leaders in Beijing because Mr Xu is not alone. Despite the Communist party’s claim that China must take its own path of development and that concepts of western democracy do not apply, the middle class has begun following the lead of its counterparts in South Korea and Taiwan. After achieving a degree of economic affluence, people are starting to demand a greater voice in determining how society is run.

“Civil society has already become very firm and deep-rooted in China,” says Gao Bingzhong, director of the Centre for Civil Society Studies at Peking University. He adds that delegates at the National People’s Congress, the country’s legislature, who traditionally did little more than rubber stamp government plans, are now consulting civil society groups on policy proposals and legislation. “The transformation of civil society into political demands is a general phenomenon. China is no exception,” he says.

More

Saturday, July 6, 2013

Force-feeding — Guantanamo's shame

by Alka Pradhan, Kent Eiler and Katherine Hawkins

Washington Post

July 6, 2013

At least 106 of the 166 prisoners at Guantanamo Bay detention center are reported to be on hunger strike, with 45 currently being force-fed.

A recently published report by the Constitution Project's Task Force on Detainee Treatment, to which we contributed, found that the practice of forced feeding at Guantanamo was "a form of abuse and must end." A member of the task force, Dr. Gerald Thomson, described the process: "You are forced physically to eat, by being strapped into a specially made chair and having restraints put on your arms, your legs, your body and your head so that you cannot move. [You have] a tube inserted into your throat that extends into your stomach, and you're trying to resist that with the only muscles that are free — in your throat." Detainees have said that it is intensely painful.

When the restraint chairs were first introduced to Guantanamo in December 2005, the force-feeding process was reportedly especially punitive. Several detainees said that guards kept them in a restraint chair for hours after the tube feeding ended — sometimes for as long as six hours. The military says that the restraint chairs prevent assaults on U.S. personnel, but a detainee whose condition has deteriorated such that force-feeding is medically necessary to sustain life is unlikely to have the physical ability to commit assault.

More

Thursday, July 4, 2013

It is capitalism, not democracy, that the Arab world needs most

by Fraser Nelson

Daily Telegraph

July 4, 2013

To watch events in Egypt is like seeing a videotape of the Arab Spring being played backwards. The ballot box has been kicked away, the constitution torn up, the military has announced the name of a puppet president – and crowds assemble in Tahrir Square to go wild with joy. The Saudi Arabian monarchy, which was so nervous two years ago, has telegrammed its congratulations to Cairo’s generals. To the delight of autocrats everywhere, Egypt’s brief experiment with democracy seems to have ended in embarrassing failure.

Normally, Western leaders would be lining up to deplore a coup d’etat, but yesterday even William Hague seemed lost for words. As a rule of thumb, he says, Britain prefers civilian rule. But when asked to condemn the Cairo coup, he declined. The Arab world’s Twitter accounts, once full of revolutionary optimism, have turned into a depository of despair. “Egypt has taught me that democracy is a lie and an elected president is a myth,” wrote Ahmed al-Husseini, a Sunni preacher from Bahrain. “No parliament, no elections, no ballot boxes. All lies.”

He has a point. Egypt’s election turned out to be like an Irish EU referendum: voters could give any answer they liked, as long as it was the right one. The army didn’t like how things were going, so it has asked voters to choose again. While the West was celebrating Egypt joining the comity of democratic nations, Egyptians themselves were sliding into an economic abyss, with terrifying shortages of fuel, food and security. Sectarian violence has been thrown into the mix, with persecution of the Coptic Christians followed by Sunni v Shia strife. The murder rate trebled. Things were falling apart, which is why the generals were welcomed back.

But the Arab Spring was a demand for freedom, not necessarily democracy – and the distinction between the two is crucial. Take, for example, the case of Mohammed Bouazizi, who started this chain of events by burning himself alive on a Tunisian street market two years ago. As his family attest, he had no interest in politics. The freedom he wanted was the right to buy and sell, and to build his business without having to pay bribes to the police or fear having his goods confiscated at random. If he was a martyr to anything, it was to capitalism.

More