Τα Νέα
9 Σεπτεμβρίου 2013
Σε πρόσφατο άρθρο του ο Economist υπολογίζει ότι τα τελευταία 20 χρόνια τα άτομα που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας μειώθηκαν κατά 1 δισ. Από το 1990 έως το 2010 το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε άθλιες συνθήκες ανέχειας στις αναπτυσσόμενες χώρες μειώθηκε από το 43% στο 21%. Αυτή η ταχύτατη βελτίωση των συνθηκών ζωής οφείλεται κυρίως στην παγκοσμιοποίηση και στο άνοιγμα των αγορών. Οι αναπτυσσόμενες χώρες αύξησαν τους ρυθμούς ανάπτυξής τους και αυτό οδήγησε σε κάθε περίπτωση σε μείωση της φτώχειας. Όσες χώρες έδωσαν ταυτόχρονα έμφαση και στην κοινωνική αλληλεγγύη, περιορίζοντας την ανισότητα, κατάφεραν να μειώσουν πολύ περισσότερο τη φτώχεια από τις υπόλοιπες. Έτσι, διαπιστώνει ο Economist τα 2/3 της μείωσης της φτώχειας οφείλονται στην ελεύθερη αγορά και την οικονομική ανάπτυξη και το 1/3 στη μείωση της ανισότητας.
Θεωρείται πλέον δεδομένο και μη αμφισβητήσιμο – τουλάχιστον σε όσους δεν είναι οικονομικά αναλφάβητοι ή αθεράπευτα παρωπιδικοί - ότι μόνο οι ελεύθερες αγορές μπορούν να δημιουργήσουν πλούτο, να οδηγήσουν σε οικονομική ανάπτυξη και να κάνουν μια χώρα και τους κατοίκους της πλουσιότερους. Όπως θεωρείται επίσης δεδομένο ότι η αγορά δημιουργεί περισσότερο πλούτο μακροπρόθεσμα εφόσον ρυθμίζεται έτσι ώστε να είναι ανταγωνιστική και όχι έρμαιο ισχυρών οικονομικών και πολιτικών ομάδων συμφερόντων. Ταυτόχρονα είναι πλέον κοινώς αποδεκτό πως η περιορισμένη (για να μη δημιουργεί αντικίνητρα) αναδιανομή του πλούτου και η στοχευμένη κοινωνική πολιτική μπορεί να βελτιώσουν σημαντικά το βιοτικό επίπεδο και να διασφαλίσουν την κοινωνική συνοχή και την πολιτική ομαλότητα. Το δίλημμα λοιπόν (αν υποθέσουμε πως υπάρχει) είναι «αγορές ή μιζέρια», καταλήγει ο Economist.
Μια από τις σημαντικότερες συμβολές στη συζήτηση για τις προϋποθέσεις λειτουργίας της αγοράς με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για μια κοινωνία οφείλεται στον Ronald Coase (Ρόναλντ Κόουζ), ο οποίος πέθανε την προηγούμενη εβδομάδα πλήρης ημερών (1910-2013). Ο Coase εντόπισε ένα σοβαρό πρόβλημα στην ελεύθερη αγορά: κάθε συναλλαγή έχει κόστος. Είναι το κόστος που οφείλεται στην έρευνα των συναλλασσομένων για να βρουν μια καλή ευκαιρία ή ένα έξυπνο επιχειρηματικό σχέδιο, το κόστος που δημιουργεί η διαπραγμάτευση που κάθε συναλλαγή απαιτεί αλλά και το κόστος εφαρμογής μιας συμφωνίας. Αυτό το κόστος των συναλλαγών, παρατήρησε ο Coase, είναι ενδογενές στην αγορά και πολλές φορές εμποδίζει τα άτομα να συνάψουν αμοιβαίως επωφελείς συμβάσεις που αυξάνουν τον κοινωνικό πλούτο.
Ευτυχώς το κόστος αυτό μπορεί να μειωθεί με διάφορους τρόπους. Οι επιχειρήσεις προσπαθούν να το μειώσουν με την καθετοποίηση της παραγωγής, το κράτος μπορεί να το μειώσει σε κάποιες περιπτώσεις με τις κατάλληλες ρυθμίσεις αλλά τις περισσότερες φορές αυτό το κόστος το μειώνουν τα ίδια τα άτομα που ανακαλύπτουν ιδιοφυείς τρόπους που κανένας κεντρικός σχεδιαστής δεν μπορεί να φανταστεί.
Βέβαια ο Coase και όσοι συνέχισαν το έργο του δεν άργησαν να επισημάνουν ότι το μεγαλύτερο μέρος του κόστους συναλλαγών δημιουργείται από το κράτος. Η Ελλάδα είναι ένα από τα διαβόητα πλέον παραδείγματα διεθνώς. Έως και τις πρόσφατες άτολμες μεταρρυθμίσεις, τις οποίες υποχρεώθηκε η χώρα μας να εφαρμόσει υπό τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, το κόστος συναλλαγών για πολλές οικονομικές δραστηριότητες ήταν από τα υψηλότερα (ή και το υψηλότερο) στην ΕΕ. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το κόστος συναλλαγών που δημιουργεί εμπόδια στις επενδύσεις και ειδικά στην ίδρυση μιας επιχείρησης. Έτσι, μέχρι και το 2008-9 η θέση της Ελλάδας στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας ως προς την «φιλικότητα» έναντι των επιχειρήσεων ήταν γειτονική με χώρες όπως η Γκάνα, η Ναμίμπια και η Υεμένη. Άλλα παραδείγματα είναι το απαράδεκτα υψηλό κόστος μεταβίβασης ακινήτων, τα κλειστά επαγγέλματα τα οποία αυξάνουν το κόστος παροχής υπηρεσιών και το άθλιο φορολογικό σύστημα. Μια ιδιαίτερα σημαντική αιτία δημιουργίας εμποδίων στις συναλλαγές είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης σε μία χώρα που κυριαρχεί η διαφθορά ενώ το κοινωνικό κεφάλαιο είναι ελλειμματικό. Δεν είναι τυχαίο ότι οι παγκόσμιοι δείκτες οικονομικής ελευθερίας κατατάσσουν την Ελλάδα στις χώρες με περιορισμένη οικονομική ελευθερία.
Μια χώρα που ακόμα και σήμερα δεν τολμά να απελευθερώσει την αγορά της για να δημιουργηθεί επιτέλους πραγματικός πλούτος (όχι αυτός που προέρχεται από επιδοτήσεις και δανεισμό) ώστε να μπορέσει να χρηματοδοτήσει ένα αξιοπρεπές κοινωνικό κράτος, είναι καταδικασμένη στη φτώχεια και τη μιζέρια, οικονομική και πολιτική.
* Ο Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εδώ θα βρεις το άρθρο σε μορφή PDF όπως δημοσιεύθηκε στα Νέα
Εδώ θα βρεις το άρθρο στην ιστοσελίδα των Νέων (μόνο για συνδρομητές)
Εδώ θα βρεις το άρθρο του Economist
Εδώ θα βρεις ένα κείμενό μου για το θεώρημα του Coase και την οικονομική ανάλυση του δικαίου
Εδώ θα βρεις ένα κείμενο για τη ζωή και το έργο του Ronald Coase