Athens Review of Books
Σεπτέμβριος 2013
Ο Στάλιν μισούσε την ποίηση. Θεωρούσε τους ποιητές ενοχλητικές αλογόμυγες.
Νικίτα Χρουτσώφ
Όχι, δεν είναι αλήθεια. Δεν είναι αλήθεια. / Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες. Σταματήστε τις. / Ο Ιωσήφ Στάλιν δεν πέθανε. / Είναι παρών ο Στάλιν στο παγκόσμιο πόστο του. (...) Σώπα γιαγιά και σκούπισε με το τσεμπέρι σου τα μάτια σου. / Όταν σβύνει η φωτιά σου κάτω από το τσουκάλι σου / Είναι ο Στάλιν που σκύβει και φυσάει τη φωτιά σου ν’ ανάψει.
(Γιάννης Ρίτσος, Για τον θάνατο του Στάλιν, 1953)
1. Τα γνωστά και τετριμμένα
Κάθε διανοούμενος, εφόσον έχει αποφασίσει να διαμορφώνει και να διατυπώνει απόψεις, είναι λογικό να φιλοδοξεί να τις καταστήσει ενεργές στο πλαίσιο της κοινωνίας στην οποία ζει και δραστηριοποιείται. Όποιος ισχυρίζεται ότι γράφει μόνο για τον εαυτό του (όπως σπεύδουν να μας υπενθυμίσουν με κάθε ευκαιρία κάποιοι γραφικοί «εστέτ» συγγραφείς μας), ή εν ονόματι της καθαρής γνώσης (ή της «καθαρής ποίησης»), δεν είναι διανοούμενος. Όπως έλεγε και ο Ζενέ, από τη στιγμή που δημοσιεύεις κριτικά κείμενα (κείμενα εν γένει θα πρόσθετα εγώ – άρα και ποιήματα), ή υποστηρίζεις μια θέση, έχεις μπει στον χορό της πολιτικής· αν, λοιπόν, αρνείσαι την πολιτική, αρνείσαι τον δημόσιο λόγο και τον ρόλο σου. (Βλέπε, για παράδειγμα, και την πρόσφατη διαμάχη στις στήλες του Βήματος ανάμεσα στον Γιώργη Γιατρομανωλάκη και τον Νίκο Μουζέλη, με αφορμή την επιστολή του Νάνου Βαλαωρίτη προς τον Α. Σαμαρά ή τις αντιδράσεις που προκάλεσαν οι δηλώσεις της Κικής Δημουλά για τους μετανάστες στην Κυψέλη. Είναι προφανές ότι οι ποιητές δεν περνούν όλη τη μέρα τους κλεισμένοι στον χρυσελεφάντινο πύργο της poésie, και άρα όταν γράφουν ή μιλούν για θέματα που δεν αφορούν αποκλειστικά την τέχνη τους κρίνονται όπως ο κάθε «άμουσος θνητός»).
Το να πει κανείς πως η πολιτική βρίσκεται παντού (ή με τα λόγια του Ναπολέοντα ότι «η πολιτική είναι μοίρα»), πως δεν μπορεί να την αγνοήσει δραπετεύοντας στον χώρο του κυνικού σχετικισμού, ή της υπερβατολογικής φιλοσοφίας, είναι κοινοτοπία. Αλλά ίσως στη σημερινή συγκυρία, με την πολιτική κατάσταση, μέρα με τη μέρα, να γίνεται όλο και πιο ζοφερή, χρειάζεται να την επαναλάβουμε. Οι διανοούμενοι, ωστόσο, όπως ορθά σημειώνει ο Σαΐντ (αλλά και ο Ρόρτυ), είναι άνθρωποι του καιρού τους, ευάλωτοι και αυτοί στην εικόνα της πραγματικότητας που παράγει για λογαριασμό τους η βιομηχανία των μέσων μαζικής ενημέρωσης. O μόνος τρόπος να της αντισταθούν είναι να κρίνουν αυτή την εικόνα, να υπονομεύουν τον αποστειρωμένο λόγο της εξουσίας τον οποίο διακινούν τα πανίσχυρα αυτά Μέσα, και ν’ αμφισβητούν κάθε διανοητικό συρμό που τρέφει και συντηρεί η καθεστηκυία τάξη· ν’ αποκαλύπτουν, δηλαδή, “the mask behind the mask” όπως θα ’λεγε ο Έλιοτ, να δίνουν έστω τις δικές τους εναλλακτικές εκδοχές πάνω σε ό,τι τείνει να επιβληθεί ως κυρίαρχη ιδεολογία μέσα στην κοινωνία.
Δεν είναι εύκολος αυτός ο ρόλος· όσοι αναλαμβάνουν να διαχωρίσουν τη θέση τους από τις επίσημες ή «λαοφιλείς» γραμμές και στρατηγικές (βλ. Μακεδονικό παλαιότερα, Κυπριακό και Εκκλησιαστικό πρόσφατα, Μνημόνιο σήμερα) το γνωρίζουν καλά: αν δεν ευθυγραμμιστούν με αυτή την άποψη, απειλούνται από τον κίνδυνο να απομονωθούν ή ακόμη και να διαπομπευθούν. Αλλά ο διανοούμενος δεν είναι ούτε ειρηνοποιός ούτε υπέρμαχος μιας αόριστης, γενικής συναίνεσης. O ρόλος του δεν είναι να εκφράζει «συλλογικούς καημούς» ή πλειοψηφικές τάσεις. Να καθησυχάζει και να χαϊδεύει τα αυτιά των όποιων «αγανακτισμένων» –όπως κάνουν διάφοροι γραφικοί «τροβαδούροι» ή όψιμοι «Ροβεσπιέροι» του “Φίλιον”. Είναι κάποιος που διεκδικεί και υπερασπίζεται την κριτική στάση· που αρνείται να αποδεχθεί εύκολες συνταγές ή προκατασκευασμένα κλισέ· που δεν αναπαράγει την ορθοδοξία και το δόγμα· που δεν ενδίδει στην ήπια, καθησυχαστική γλώσσα των εξουσιαστικών θεσμών. Και δεν αντιστέκεται μόνο ατομικά, αλλά είναι έτοιμος να διατυπώσει ρητά και δημόσια τις ενστάσεις του. Βρίσκεται σε συνεχή πνευματική εγρήγορση, σε μια «σχεδόν αθλητική διανοητική ενεργητικότητα» όπως θα ’λεγε αμερικανός κριτικός, για να μην επιτρέψει σε μισές αλήθειες, κίβδηλες ιδέες και φανατικά συνθήματα να διαδοθούν και να επικρατήσουν. Αδιαφορώντας αν θα γίνει δυσάρεστος· αναλαμβάνοντας το τίμημα, που πολλές φορές μπορεί να είναι ιδιαίτερα σκληρό, αυτής της στάσης. Δεν σπεύδει επομένως να στείλει συγχαρητήρια επιστολή σε νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό, ούτε να διατρανώσει «ότι το όνομά μας είναι η ψυχή μας», όταν ό ίδιος έχει φροντίσει ν’ αλλάξει το δικό του, ούτε ασφαλώς, όπως κάνουν διάφορα «ελληνόπουλα», να καταγγέλλει σήμερα αυτό που ελαφρά τη καρδία θα ενστερνιστεί αύριο. Το πιο προβλέψιμο πράγμα, αλλά ταυτόχρονα και πιο γελοίο είναι να βλέπεις, όπως σήμερα, διανοούμενους να τρέχουν ασθμαίνοντες να μάθουν το “newspeak” της νέας πολιτικής κατάστασης, αποσκοπώντας οι περισσότεροι στα κέρδη που η παπαγαλία αυτή θα αποφέρει στο προσεχές μέλλον.
Περισσότερα