The Books' Journal
Νοέμβριος 2013
Η πολιτική βία δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Ούτε βέβαια εμφανίζεται μόνο στα αυταρχικά καθεστώτα. Αντίθετα, είναι δύσκολο να βρεις μια φιλελεύθερη δημοκρατία στην Ευρώπη ή στη Βόρειο Αμερική που στην πρόσφατη ιστορία της να μην αντιμετώπισε σοβαρά περιστατικά πολιτικής βίας. Αλλά τουλάχιστον σε κάτι διαθέτουμε την παγκόσμια αποκλειστικότητα: δεν νομίζω να υπάρχουν αλλού τόσοι πολλοί υπερασπιστές της πολιτικής βίας. Δεν νομίζω πουθενά αλλού στον κόσμο να αποτελεί η ανοχή στη βία βασικό κανόνα της πολιτικής ορθότητας.
Στην Ελλάδα λοιπόν η βία κατ’ αρχήν είναι ανεκτή. Αποτελεί ένα κοινωνικό δικαίωμα που έχει κατακτηθεί με «λαϊκούς αγώνες». Οποιαδήποτε αντίρρηση αντιμετωπίζεται με την ανάλογη λοιδορία που προκαλεί η παραβίαση των κανόνων της πολιτικής ορθότητας και, φυσικά, με την αναγκαία δόση βίας που αποτελεί και το πειστικότερο επιχείρημα σε τέτοιες περιπτώσεις.
Έχουν γραφεί τόσα πολλά για την πολιτική βία στην Ελλάδα που θα μπορούσε να πει κανείς πως το θέμα έχει εξαντληθεί. Ακόμα και ο συγγραφέας αυτού του άρθρου έχει γράψει ένα σχετικό κείμενο στο περιοδικό που κρατάτε (βλ. Αριστείδης Χατζής, «Το Ολιγοπώλιο της Βίας», The Books’ Journal, Ιούνιος 2011). Όμως πρόσφατα διάβασα ένα εξαιρετικό βιβλίο για το θέμα και εξ αιτίας του διαπίστωσα πόσα πολλά ζητήματα παραμένουν ακόμα ανοικτά.
ΜΙΑ ΠΟΡΕΙΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ
Το βιβλίο έχει τίτλο Η Πολιτική Βία στην Ελληνική Κοινωνία και έχει γραφεί από τον Δημήτρη Κ. Ψυχογιό. Ο Ψυχογιός έχει πολλές ιδιότητες. Ήταν/είναι καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ερευνητής, δημοσιογράφος τουλάχιστον 35 χρόνια και γενικά δημόσιος διανοούμενος καθώς συμμετέχει ενεργά στον δημόσιο διάλογο από την μεταπολίτευση και μετά.
Επιπλέον όμως είναι ένας άνθρωπος με μεγάλη πολιτική δράση και μάλιστα στο χώρο της Αριστεράς. Ενδεικτικά: ήταν μέλος της Δημοκρατικής Άμυνας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ενεπλάκη στην πολιτική ως μέλος της πολιτικής γραμματείας της Σοσιαλιστικής Πορείας και αργότερα της Ελληνικής Αριστεράς, συμμετείχε στην συντακτική επιτροπή του Αντί (1985-1990) ενώ υπήρξε και διευθυντής της Αυγής (1988-89).
Σε όλα αυτά προσθέστε ακόμα μια ιδιότητα. Γνωρίζει τη βία από πρώτο χέρι. Επί δικτατορίας ήταν ένας από αυτούς που τοποθετούσε βόμβες (ως μέλος της μαχητικής οργάνωσης «20ή Οκτώβρη»). Συνελήφθη και βασανίστηκε. Λόγω της δράσης του κατά τη διάρκεια της δικτατορίας κατηγορήθηκε (συκοφαντήθηκε για την ακρίβεια) αρκετές φορές ότι είναι ο… αρχηγός της 17 Νοέμβρη, ενώ η αμερικανική κυβέρνηση αρνήθηκε να του δώσει βίζα εισόδου στις ΗΠΑ.
Μετά από όλα αυτά νομίζω ότι είναι περιττό να τονίσω πόσο ενδιαφέρουσα είναι η δική του συμβολή στη συζήτηση για την πολιτική βία, ένα θέμα που τον έχει απασχολήσει και θα τον απασχολεί ιδιαίτερα. Το αστείο όμως είναι ότι οι απόψεις του λοιδορούνται συστηματικά και μάλιστα με αδικαιολόγητη εμπάθεια από ανθρώπους που κανείς μπορεί να τους χαρακτηρίσει με διάφορες λέξεις αλλά θα κρατήσω μόνο μία: άκαπνοι.
Φαντάζομαι ότι ο Ψυχογιός (τον οποίον δεν γνωρίζω προσωπικά) όταν θα διαβάζει παρόμοια κείμενα θα αισθάνεται το ίδιο όπως την ημέρα που «αγανακτισμένοι φοιτητές» διέκοψαν με το έτσι θέλω το μάθημά του στο Πάντειο Πανεπιστήμιο επειδή είχαν συνέλευση, πληροφορώντας τον ότι «κάποιοι επί δικτατορίας –όπως του είπε απαξιωτικά ένας αγανακτισμένος φοιτητής– αγωνίστηκαν για να μπορείς εσύ να διδάσκεις ελεύθερα!».
Είναι επόμενο λοιπόν αυτό το βιβλίο να βασίζεται πάνω απ’ όλα στις εμπειρίες του συγγραφέα. Τέτοιου είδους εμπειρίες δύσκολα σε αποδεσμεύουν. Το ίδιο συμβαίνει με τον Ψυχογιό. Η προσωπική του διαδρομή βαραίνει στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου (βλ. π.χ. το εξαιρετικά ενδιαφέρον κεφάλαιο «Η ελληνική κουλτούρα της βίας»). Το πρώτο μέρος του βιβλίου αποτελείται από τέσσερα μεγάλης έκτασης κείμενα που έχει γράψει ειδικά για την έκδοση αυτή και αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της βίας συνολικά και με κάποια απόσταση, όσο αυτή είναι δυνατή, από την επικαιρότητα. Το δεύτερο μέρος όμως αποτελείται από αναδημοσίευση κειμένων του συγγραφέα στο Βήμα.
Δεν πρόκειται όμως για πρόσφατα κείμενα. Δεν επέλεξε κείμενα που μιλούν για τη Χρυσή Αυγή, τις δολοφονίες του Γρηγορόπουλου, των τριών υπαλλήλων της Marfin ή του Φύσσα. Αναδημοσιεύονται, αντίθετα, κείμενα που έχουν δημοσιευθεί κυρίως το 2001-2, και μερικά ακόμα δημοσιευμένα έως το 2010.
Στην αρχή αυτή η επιλογή με μπέρδεψε. Αλλά κατάλαβα γρήγορα ότι ο Ψυχογιός ήθελε να κάνει κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που φαντάστηκα στην αρχή. Δεν ετοίμασε ένα βιβλίο για τη θεωρία των δύο άκρων, τη Χρυσή Αυγή και το νέο κύμα τρομοκρατίας, αλλά θέλησε να μας δώσει μία προοπτική πάνω στο θέμα, που να βασίζεται βέβαια στην εμπειρία του αλλά και στην ενασχόλησή του με το φαινόμενο της πολιτικής βίας στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. Έτσι ασχολείται στο πρώτο μέρος με την ελληνική και τη διεθνή τρομοκρατία, με τη διάχυση των βίαιων μορφών διαμαρτυρίας και διεκδίκησης στην ελληνική κοινωνία («Ο οπλαρχηγός που κρύβουμε μέσα μας»), τις ιδεοληψίες που τις ενισχύουν ή τις ανέχονται, τους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς που εκκολάπτουν, τον αριστερό εθνικολαϊκισμό που τις καλλιεργεί και τον εθνικισμό που είναι έτοιμος να τις αξιοποιήσει. Σε ένα εξαιρετικό κεφάλαιο για τη Χρυσή Αυγή, μας θυμίζει ότι τα αίτια της εμφάνισής της θα πρέπει να κάνουν πολλούς να αισθάνονται ένοχοι και ακόμα περισσότερους θα πρέπει να τους κάνουν πολύ προσεκτικούς.
Όμως, πάνω απ’ όλα, αυτό που επανέρχεται σαν μοτίβο σε όλο το βιβλίο είναι η αποτυχία της ανανεωτικής, ευρωπαϊκής, μη κομμουνιστικής Αριστεράς να ορθώσει ένα τείχος απέναντι σ’ αυτή την άθλια διάχυση της βίας (το φάντασμα του Σάκη Καράγιωργα πλανάται πάνω από το σύνολο του βιβλίου αλλά κυρίως στο τέταρτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους) όσο και η τελική αποτυχία της να διατηρήσει τα προοδευτικά και εκσυγχρονιστικά διακριτικά γνωρίσματά της. Η αποτυχία αυτή είναι σήμερα εμφανέστερη από ποτέ.
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ
Πολλά από τα κείμενα του δεύτερου μέρους τα είχα διαβάσει όταν προδημοσιεύτηκαν αλλά ομολογώ ότι αν τα διαβάσει κανείς μετά την ανάγνωση του πρώτου μέρους αποκτούν πολύ διαφορετικό νόημα, ειδικά μάλιστα αν σκεφτεί κανείς ότι έχουν γραφεί πολλά χρόνια πριν από το «ξέσπασμα της βίας» του Δεκεμβρίου του 2008, από την εμφάνιση της Χρυσής Αυγής, από την επίσημη υιοθέτηση της «θεωρίας των δύο μέτρων και δύο σταθμών» εκ μέρους της Αριστεράς και γενικά από τη, με γεωμετρική πρόοδο, αύξηση της κοινωνικής ανοχής απέναντι στη βία μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης.
Το πρώτο άρθρο σ’ αυτήν την ενότητα έχει τίτλο «Ο κόσμος αύριο θα είναι χειρότερος» και δημοσιεύθηκε την επομένη της 11ης Σεπτεμβρίου 2011. Ο Ψυχογιός καταλήγει καταδικάζοντας τους συμψηφισμούς και τη σχετικοποίηση της έννοιας της βίας, την αδυναμία διαχωρισμού των δημοκρατικών κυβερνήσεων από τους «σκοτεινούς και ανεξέλεγκτους δολοφόνους» και κάθε άλλοθι νομιμοποίησης της βίας. Είναι τραγικό το πόσο επίκαιρο είναι ακόμα κι αυτό το κείμενο. Λίγο παρακάτω, διαβάζουμε τον εμπνευσμένο υπότιτλο «Ένοχα θύματα, άξιοι κατήδες» ή, ακόμα πιο κάτω, την αναφορά στην «πολυτέλειά μας να οργανώνουμε διαδηλώσεις ενάντια σε αυτούς που υπερασπίζονται τούτο το πολυτελές δικαίωμά μας». Μιλά ήδη από το 2001 για την «τρομερή εξοικείωση με τη βαρβαρότητα» που έχει το θλιβερό σύμπτωμα το οποίο περιγράφει αλλού: «δεν είμαστε δημοκρατική κοινωνία, δεν έχουμε μάθει να λύνουμε τις διαφορές μας με διαπραγμάτευση και συμβιβασμούς, καταφεύγουμε εύκολα στην πολιτική βία – στόχος μας είναι να εξοντώσουμε τον αντίπαλο, να μην του αφήσουμε περιθώριο να ζήσει στη γωνιά του μετά την ήττα του».
Καθώς διαβάζεις τα κείμενα για την 17 Νοέμβρη αναρωτιέσαι γιατί κανείς δεν μαθαίνει τίποτα από τα λάθη του. Η θεωρία της σχέσης ΠΑΣΟΚ και 17 Νοέμβρη και των «συγκοινωνούντων δοχείων» που κάποιοι ανεγκέφαλοι στη ΝΔ διακινούσαν ήταν το ίδιο βλακώδης με τη θεωρία των δύο άκρων, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ ως το ένα άκρο μπαίνει στην ίδια κατηγορία με τη Χρυσή Αυγή.
Όμως ο Ψυχογιός δεν κάνει το λάθος να αντιμετωπίσει μονοκόμματα και ανιστόρητα τη βία (πώς θα μπορούσε άλλωστε;) αλλά ούτε και να τη σχετικοποιήσει. Διαβάστε το κείμενό του για τον Κώστα Αγαπίου στο κεφάλαιο «Να κάνουμε τον κόσμο υποφερτό», για να καταλάβετε καλά την διαφορά της ακροδεξιάς από την ακροαριστερή βία. Διότι μπορεί και πρέπει να καταδικάσουμε τη βία σε ένα δημοκρατικό καθεστώς «απ’ όπου κι αν προέρχεται» και να την εμποδίσουμε όπως μπορούμε. Η προέλευση της βίας όμως δεν είναι αδιάφορη, ούτε ο στόχος της.
Για τον Ψυχογιό, οι διακρίσεις είναι ξεκάθαρες:
Σκέφτηκα πως αξίζει να αντιστέκεσαι στη βαρβαρότητα, ακόμη και με τα όπλα, αν αντιμετωπίζεις όπλα. με τη γνώμη σου, με τη συμμετοχή σου, με την ψήφο σου ή μη βλέποντας τηλεόραση σε ειρηνικούς καιρούς.Αλλά αυτές οι ξεκάθαρες διακρίσεις δεν βολεύουν αρκετούς:
- όσους θέλουν να χρησιμοποιήσουν τη βία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ως εργαλείο για τη δική τους πολιτική επικράτηση,
- όσους ανέχονται τη βία που ασκείται κατά αυτών που θεωρούν πολιτικούς αντίπαλους τους
- όσους δικαιολογούν τη βία είτε άμεσα είτε έμμεσα (σχετικοποιώντας τη και διευρύνοντας τον ορισμό της μέχρι ξεχειλώματος).
Εδώ μπορείς να βρεις το άρθρο μου σε μορφή PDF (όπως δημοσιεύθηκε στο The Books' Journal)
Εδώ θα βρείς άλλο ένα άρθρο μου με θέμα τη βία
* Η φωτογραφία του κατεστραμμένου κινηματογράφου "Αττικόν" (Χρήστου Λαδά & Σταδίου) που δημοσιεύεται και στο The Books' Journal ελήφθη από τον Αριστείδη Χατζή στις 13 Φεβρουαρίου 2012 από τον 6ο όροφο του κτιρίου διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών στη Χρήστου Λαδά.