Το Βήμα
17 Απριλίου 2011
Kάθε φορά που τίθεται το ερώτημα της νομιμοποίησης ή απαγόρευσης μιας δραστηριότητας, όπως τα τυχερά παιχνίδια, η ενστικτώδης αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας είναι σχεδόν πάντα πατερναλιστική. Αυτός ο ενστικτώδης πατερναλισμός δεν συνδέεται με πολιτικές απόψεις, με το μορφωτικό, οικονομικό ή κοινωνικό επίπεδο, με ηλικία ή φύλο. Κυριαρχεί παντού: σε άνδρες και γυναίκες, αριστερούς και δεξιούς, πλούσιους και φτωχούς, περισσότερο και λιγότερο μορφωμένους. Ακόμα και άνθρωποι που αυτοχαρακτηρίζονται φιλελεύθεροι είναι έτοιμοι να προσθέσουν ένα «αλλά». Σε αυτή την κατακερματισμένη κοινωνία ο μόνος συνδετικός κρίκος φαίνεται να είναι η συναίνεση στην αναγκαιότητα του πατερναλισμού.
Ο πατερναλισμός βασίζεται στην πεποίθηση ότι οι πολίτες είναι σαν τα μικρά παιδιά που χρειάζονται προστασία, διότι δεν είναι ικανά να διαχειριστούν την ελευθερία τους χωρίς να προκαλέσουν κακό στον εαυτό τους και στους γύρω τους. Σπάνια σταματά στις συμβουλές, την πληροφόρηση και τα κίνητρα του λεγόμενου ήπιου πατερναλισμού. Σχεδόν πάντοτε ο πατερναλισμός καταλήγει στον σκληρό «νομικό πατερναλισμό» που απαγορεύει και ποινικοποιεί τη συμπεριφορά. Οι φορείς του νομικού πατερναλισμού δεν αρκούνται στην απαγόρευση, αλλά επιδιώκουν και την ηθική καταδίκη. Ετσι την απαγόρευση «νομιμοποιεί» και η συμβατική κοινωνική ηθική που δεν ανέχεται συμπεριφορές τις οποίες απορρίπτει η πλειονότητα. Αυτός ο «νομικός ηθικισμός» είναι στενός συγγενής του νομικού πατερναλισμού και στις περισσότερες περιπτώσεις ακόμα πιο αποκρουστικός.
Το δίκαιο πρέπει λοιπόν να υποχρεώνει τα άτομα να ζουν με τον τρόπο που οι επαΐοντες πιστεύουν πως είναι σωστός και ωφέλιμος. Η ελευθερία μας να επιλέγουμε τον τρόπο ζωής μας υπερκαλύπτεται από το βαρύ πέπλο του «κοινού καλού»- όχι όμως όπως αυτό προσδιορίζεται από τα ίδια τα άτομα (για το καλό των οποίων πρόκειται), αλλά από εκείνους που κατά τεκμήριο το γνωρίζουν, προφανώς εξ επιφοιτήσεως. Αλλά ακόμα κι αν μια συμπεριφορά δεν φαίνεται να βλάπτει άμεσα κανέναν, και πάλι μπορεί να απαγορεύεται. Φτάνει να ενοχλεί όσους τη θεωρούν ανήθικη.
Δεν νομιμοποιείται η κοινωνία να απαγορεύει συμπεριφορές και να τιμωρεί; Βεβαίως μπορεί και πρέπει να το κάνει. Φυσικά και θα πρέπει να τιμωρεί την ανθρωποκτονία, τη ληστεία, τον βιασμό, την απάτη, τη δωροδοκία. Αλλά η νομιμοποίηση του κράτους (δηλαδή της κοινωνίας) να απαγορεύει και να τιμωρεί συμπεριφορές τις οποίες η πλειονότητα απλώς δεν ανέχεται έχει ένα όριο. Το όριο αυτό το έχει περιγράψει θαυμάσια ο John Stuart Μill πριν από 150 χρόνια (σε δική μου ελεύθερη απόδοση):
Ο μοναδικός σκοπός χάριν του οποίου νομιμοποιείται το κράτος να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου παρά τη θέληση του τελευταίου είναι για να αποτρέψει τη βλάβη σε άλλα άτομα. Δεν νομιμοποιείται όμως το κράτος να περιορίσει την ελευθερία του ατόμου για το “δικό του καλό” (σωματικό ή ηθικό). Δεν δικαιούται να το υποχρεώσει να κάνει ή να μην κάνει κάτι διότι υποτίθεται πως έτσι θα είναι καλύτερα γι΄ αυτό ή διότι θα το κάνει ευτυχέστερο ή γιατί σύμφωνα με κάποιους έτσι είναι “πιο σωστό” ή “πιο σοφό”. Το άτομο είναι κυρίαρχο πάνω στον εαυτό του, πάνω στο σώμα του και στο μυαλό του.
(Οn Liberty, 1859)
Διαβάστε εδώ την συνέχεια
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Βήμα ως μέρος του αφιερώματος με θέμα "Είμαστε Κοινωνία του Τζόγου;" Όμως στην ηλεκτρονική μορφή της εφημερίδας δεν ξεχωρίζει η αρχή του άρθρου από τον πρόλογο του Βήματος στο αφιέρωμα. Ο καλύτερος τρόπος να διαβάστε το κείμενο είναι στην έντυπη μορφή του που θα βρείτε εδώ.
Σχετικά κείμενά μου ενάντια στον πατερναλισμό μπορείτε να βρείτε εδώ (για την παρένθετη μητρότητα), εδώ (για τον γάμο των ατόμων του ίδιου φύλου), εδώ (για τον μη "φιλελεύθερο" τρόπο ζωής) και εδώ (για τον ρατσιστικό και μισαλόδοξο λόγο) ενώ εδώ θα διαβάσετε και ακούσετε μια σχετική διάλεξή μου.
Δες επίσης εδώ (για ένα σχετικό cause στο Facebook).
Διαβάστε επίσης σχετικά κείμενα του Πάσχου Μανδραβέλη και του Χρήστου Χωμενίδη.
Εδώ θα βρείτε το On Liberty του John Stuart Milll