του Κωνσταντίνου Μπογδάνου
Protagon.gr
13 Μαΐου 2012
Δεν ξέρω ποιοι ήταν, αλλά ξέρω ποιοι είναι. Πρώτος, ο κακός μου εαυτός. Μετά, η κακιά ώρα. Ύστερα, τρεις τύποι μαυροντυμένοι (εγώ όλους ψηλούς τους βλέπω) με άρβυλα. Πιστεύω πως δεν ήθελαν να με σκοτώσουν. Αν ήθελαν, θα το είχαν πετύχει. Είχαν όλο το χρόνο στη διάθεσή τους. Να μου σπάσουν πόδια και χέρια, να με μαχαιρώσουν και να με ξεκάνουν. Από αυτήν την άποψη, ευχαριστώ τους θύτες μου, διότι δεν είναι φονιάδες. Μόνο τραμπούκοι. Που, προφανώς, αποφάσισαν να με στραπατσάρουν για να μου δώσουν ένα μάθημα - και μαζί να στείλουν μήνυμα στον ΣΚΑΪ.
Τρεις μέρες τώρα, ζω τα γενέθλια μιας δεκαετίας, όλα μαζεμένα. Όχι μόνο διότι ένα τέτοιο περιστατικό σχεδόν σε γερνάει απότομα. Κυρίως, γιατί μου έχουν απευθυνθεί με καλοσύνη χιλιάδες άνθρωποι σε τόσο λίγες ώρες. Και διότι νιώθω ότι καλούμαι να κάνω μια καινούρια αρχή. Το πρήξιμο φεύγει. Το φάντασμα;
Το φάντασμα με χτύπησε. Αυτό, που επίσης κατοικεί μέσα σ’εκείνους που σχολίασαν διαδικτυακά ότι χάρηκαν διότι τους είμαι ενοχλητικός. Δίχως εξήγηση, γιατί ακριβώς. Έστω, ας είναι το ύφος. Η διαφορά στοχοποιείται. Ομοίως και στο λόγο. «Βλέπε, άκου, μη μιλάς» - μας λέγαν στο στρατό. Κι όπως και να’χει το πράγμα, δουλεύω στον ΣΚΑΪ. Αν κι εδώ που τα λέμε, στην ιστορία αυτή φοβάμαι πως δεν έχω όνομα. Έπινα το ποτό μου σε ένα μέρος όπου δεν δικαιούται να κυκλοφορεί δημοσιογράφος του καναλιού μου. Ειδικά δε νεαρός, πολύ κοντοκουρεμένος, ενοχλητικά φιλελεύθερος και αηδιαστικά «αστός». Στην ιστορία αυτή είμαι κάποια μεμονωμένα μου χαρακτηριστικά. Δεν έχω όνομα. Ούτε ζωή, ούτε υπόβαθρο. Αν κάτι μένει από το όνομά μου είναι το επίθετο. Έτσι έχει. Τη νύχτα εκείνη στο πεζοδρόμιο κλωτσιές δεν έτρωγε ο Κωνσταντίνος, που γράφει μουσικές, φτιάχνει μακαρονάδες και μεταφράζει Λάρκιν, αλλά ο (Μπογδάνος) του ΣΚΑΪ.
Περισσότερα