by Ronald Meinardus
The Globalist
May 28, 2014
Egypt’s selection of a new strong man, Abdel Fattah el-Sisi, who will take over the presidency after a strained effort to mobilize unenthusiastic voters and who — if one looks at his rhetoric — seems to be even less inclined to exercise “liberalism” than even Hosni Mubarak did, certainly does not augur well for a future of more individual freedom in Egypt.
In fact, Sisi’s rhetoric demands that people sacrifice for Egypt. A recording of an off the record conversation caught the former general say, “People think I’m a soft man. Sisi is torture and suffering.”
Promoting liberalism in the Arab world is a Herculean task. It is no exaggeration to say that liberalism has an image problem here. Many, if not most Egyptians have a negative view of all things liberal.
Many perceive liberalism as against their heritage and culture and in contradiction with religious teachings.
The allegation that liberals and their ideas are inspired by outside forces and have no homegrown roots is probably the biggest challenge for liberals and liberalism in the Arab world today.
It is crucial that Arab liberals confront this allegation. To assert that the idea of individual freedom is foreign — and, therefore, not compatible with Arab cultural and religious beliefs — borders on racialism.
Anyone who holds this view suggests that the people living in this region are either not ready for liberty or — even worse — not capable or not willing to live as free men and women.
More
This blog is dedicated to the worldwide struggle for freedom, individual liberties, personal autonomy and the right to self-ownership - against any kind of legal paternalism, legal moralism and authoritarianism. Its aim is to post related news and commentary published mainly in the major U.S., European and Greek media. It was created by Prof. Aristides Hatzis of the University of Athens.
Wednesday, May 28, 2014
Thursday, May 15, 2014
Το Δικαίωμα στη Λήθη
του Αριστείδη Χατζή
Τα Νέα
15 Μαίου 2014
Τον Ιούλιο του 1990 δύο αδέλφια δολοφόνησαν έναν ηθοποιό στο Μόναχο. Το πτώμα ήταν άσχημα κακοποιημένο, ο ηθοποιός πολύ γνωστός και βέβαια η υπόθεση πρωταγωνίστησε στο γερμανικό τύπο. Τα αδέλφια καταδικάστηκαν σε ισόβια αλλά ποτέ δεν παραδέχτηκαν την ενοχή τους. Μέχρι το 2008 βγήκαν και οι δύο από τη φυλακή με αναστολή και απαίτησαν από τη Wikipedia να αφαιρέσει το όνομά τους από το λήμμα που αφορούσε το νεκρό ηθοποιό. Πέτυχαν κάποιες μικρές νίκες, τελικά όμως δεν κατόρθωσαν να τους αναγνωριστεί ένα «δικαίωμα στην (ψηφιακή) λήθη» γιατί ενώ οι αποφάσεις των γερμανικών δικαστηρίων ήταν αντιφατικές δεν υπήρχε καμία περίπτωση να αναγκάσουν την Wikipedia να αφαιρέσει τα ονόματά τους από την αγγλική έκδοσή της.
Βλέπετε η Wikipedia έχει την έδρα της στις Η.Π.Α. και είναι, ευτυχώς, αδύνατον ένα δικαστήριο να την αναγκάσει να αυτολογοκριθεί, εφόσον κάτι τέτοιο θα παραβίαζε ένα ιερό για το Αμερικανικό Σύνταγμα δικαίωμα, το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου, της έκφρασης και του τύπου. Η προστασία αυτών των δικαιωμάτων είναι τόσο ισχυρή ώστε σε καμία περίπτωση να μην επιτρέπει το είδος της λογοκρισίας η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία προσωπικών δεδομένων που ένα δικαίωμα στη λήθη απαιτεί. Το ενδιαφέρον είναι ότι και το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή είναι ένα «αμερικανικό» δικαίωμα που γεννήθηκε ουσιαστικά το 1890. Το δικαίωμα αναγνωρίστηκε από τα αμερικανικά δικαστήρια και οδήγησε σε ιστορικές αποφάσεις προστασίας, κυρίως σε περιπτώσεις που το δικαίωμα παραβιαζόταν από κρατικές υπηρεσίες. Όμως, όταν το δικαίωμα αυτό έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου, το τελευταίο πάντα υπερισχύει. Στην Ευρώπη, δυστυχώς, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή αλλά και άλλου είδους θεσμικές προτεραιότητες έχουν σε πολλές περιπτώσεις περιορίσει σοβαρά την ελευθερία της έκφρασης.
Βέβαια, υπάρχουν και περιπτώσεις λιγότερο σοβαρές από μια πολύκροτη δολοφονία, όπως π.χ. μια αναγγελία πλειστηριασμού. Γιατί να παραμείνει στο διηνεκές αυτή η πληροφορία στο διαδίκτυο, ακόμα κι αν τελικά εκπλήρωσες τις υποχρεώσεις σου; Η απαίτηση να ξεχαστεί μια κακή στιγμή σου, που δεν ενδιαφέρει σχεδόν κανέναν άλλον εκτός από σένα, ακούγεται εύλογη. Αυτή η εύλογη απαίτηση όμως οδηγεί σε πολύ ολισθηρή πλαγιά, όπως είναι ολοφάνερο σε όποιον διαβάσει την πολύ πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (C-131/12) σύμφωνα με την οποία οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν από μια μηχανή αναζήτησης να αφαιρέσει τις αναφορές στο παρελθόν τους. Θεωρήθηκε δηλαδή ότι αυτό που κάνουν αυτές οι μηχανές αναζήτησης είναι ένα είδος «επεξεργασίας δεδομένων» και στην περίπτωσή μας «προσωπικών», άρα μπορεί να περιοριστεί. Το Δικαστήριο έτσι δεν αποφάσισε να κατεβούν όλα τα σχετικά δημοσιεύματα που σε αφορούν (αυτό θα ήταν παρανοϊκό) αλλά αποφάσισε να δυσκολέψει τη ζωή όσων κάνουν έρευνα πάνω σε ζητήματα που σε αφορούν.
Δεν είναι δυνατόν, βέβαια, να έχουν οι πάντες το δικαίωμα να αφαιρεθεί ό,τι τους αφορά. Θα πρέπει, σύμφωνα με το Δικαστήριο, να γίνεται στάθμιση. Να σταθμίζεται, δηλαδή, καταρχήν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή με τα δικαιώματα στην ελευθερία της έκφρασης, της πληροφόρησης, της ενημέρωσης κλπ. Εάν, για παράδειγμα, το άτομο που ζητεί προστασία είναι ένα δημόσιο πρόσωπο (π.χ. ένας πολιτικός) και η ιστορία του ενδιαφέρει την κοινή γνώμη, τότε και η προστασία του θα πρέπει να είναι μικρότερη.
Δεν χρειάζεται να τονίσω πόσο παράλογη και ανεδαφική είναι η απόφαση και πόσο σύντομα θα καταστεί ανεφάρμοστη. Εδώ θα λειτουργήσει οπωσδήποτε το φαινόμενο της ανάστροφης επιλογής: θα καταφύγουν στα δικαστήρια κυρίως τα άτομα που θα έχουν τους πόρους να το κάνουν και για υποθέσεις που θα υπάρχει κατά τεκμήριο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης.
Προφανώς δεν μπορεί να περιοριστεί το Ίντερνετ με δικαστικές αποφάσεις αυτού του είδους. Η πληροφορία δεν μπορεί να εξαφανιστεί, απλά θα αυξηθούν τα εμπόδια στην πρόσβασή της προσωρινά. Μακροπρόθεσμα κι αυτά τα εμπόδια θα καταρρεύσουν, είναι απολύτως βέβαιο για οποιονδήποτε έχει μια στοιχειώδη εικόνα της ψηφιακής επανάστασης. Ελπίζω σύντομα να γίνει αντιληπτό από τα κρατικά όργανα: η τεχνολογία μειώνει τη δυνατότητά τους να περιορίζουν την πληροφόρηση και τις ελευθερίες. Μην ακούτε τους τεχνοφοβικούς, το διαδίκτυο ενισχύει περισσότερο τους πολίτες παρά τον Λεβιάθαν.
* Ο Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εδώ θα βρείτε το άρθρο (όπως δημοσιεύθηκε στα Νέα)
Εδώ θα βρείτε το άρθρο στην ιστοσελίδα των Νέων.
Εδώ θα βρείτε την απόφαση του ECJ (στα ελληνικά) μαζί με όλο το σχετικό υλικό.
Εδώ θα βρείτε το περίφημο άρθρο των Samuel D. Warren & Louis D. Brandeis, "The Right to Privacy" Harvard Law Review (1890).
Διαβάστε ενδιαφέρουσες αναλύσεις σε New York Times, Washington Post, Wall Street Journal, Time, BBC, Guardian και Reuters, τα άρθρα των Jonathan Zittrain (Harvard Law - NYT) και Eric Posner (U Chicago Law - Slate) και εδώ μια σύντομη ανάλυση στα ελληνικά του Βασίλη Σωτηρόπουλου.
Τα Νέα
15 Μαίου 2014
Τον Ιούλιο του 1990 δύο αδέλφια δολοφόνησαν έναν ηθοποιό στο Μόναχο. Το πτώμα ήταν άσχημα κακοποιημένο, ο ηθοποιός πολύ γνωστός και βέβαια η υπόθεση πρωταγωνίστησε στο γερμανικό τύπο. Τα αδέλφια καταδικάστηκαν σε ισόβια αλλά ποτέ δεν παραδέχτηκαν την ενοχή τους. Μέχρι το 2008 βγήκαν και οι δύο από τη φυλακή με αναστολή και απαίτησαν από τη Wikipedia να αφαιρέσει το όνομά τους από το λήμμα που αφορούσε το νεκρό ηθοποιό. Πέτυχαν κάποιες μικρές νίκες, τελικά όμως δεν κατόρθωσαν να τους αναγνωριστεί ένα «δικαίωμα στην (ψηφιακή) λήθη» γιατί ενώ οι αποφάσεις των γερμανικών δικαστηρίων ήταν αντιφατικές δεν υπήρχε καμία περίπτωση να αναγκάσουν την Wikipedia να αφαιρέσει τα ονόματά τους από την αγγλική έκδοσή της.
Βλέπετε η Wikipedia έχει την έδρα της στις Η.Π.Α. και είναι, ευτυχώς, αδύνατον ένα δικαστήριο να την αναγκάσει να αυτολογοκριθεί, εφόσον κάτι τέτοιο θα παραβίαζε ένα ιερό για το Αμερικανικό Σύνταγμα δικαίωμα, το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου, της έκφρασης και του τύπου. Η προστασία αυτών των δικαιωμάτων είναι τόσο ισχυρή ώστε σε καμία περίπτωση να μην επιτρέπει το είδος της λογοκρισίας η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία προσωπικών δεδομένων που ένα δικαίωμα στη λήθη απαιτεί. Το ενδιαφέρον είναι ότι και το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή είναι ένα «αμερικανικό» δικαίωμα που γεννήθηκε ουσιαστικά το 1890. Το δικαίωμα αναγνωρίστηκε από τα αμερικανικά δικαστήρια και οδήγησε σε ιστορικές αποφάσεις προστασίας, κυρίως σε περιπτώσεις που το δικαίωμα παραβιαζόταν από κρατικές υπηρεσίες. Όμως, όταν το δικαίωμα αυτό έρχεται σε σύγκρουση με το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου, το τελευταίο πάντα υπερισχύει. Στην Ευρώπη, δυστυχώς, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή αλλά και άλλου είδους θεσμικές προτεραιότητες έχουν σε πολλές περιπτώσεις περιορίσει σοβαρά την ελευθερία της έκφρασης.
Βέβαια, υπάρχουν και περιπτώσεις λιγότερο σοβαρές από μια πολύκροτη δολοφονία, όπως π.χ. μια αναγγελία πλειστηριασμού. Γιατί να παραμείνει στο διηνεκές αυτή η πληροφορία στο διαδίκτυο, ακόμα κι αν τελικά εκπλήρωσες τις υποχρεώσεις σου; Η απαίτηση να ξεχαστεί μια κακή στιγμή σου, που δεν ενδιαφέρει σχεδόν κανέναν άλλον εκτός από σένα, ακούγεται εύλογη. Αυτή η εύλογη απαίτηση όμως οδηγεί σε πολύ ολισθηρή πλαγιά, όπως είναι ολοφάνερο σε όποιον διαβάσει την πολύ πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (C-131/12) σύμφωνα με την οποία οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν από μια μηχανή αναζήτησης να αφαιρέσει τις αναφορές στο παρελθόν τους. Θεωρήθηκε δηλαδή ότι αυτό που κάνουν αυτές οι μηχανές αναζήτησης είναι ένα είδος «επεξεργασίας δεδομένων» και στην περίπτωσή μας «προσωπικών», άρα μπορεί να περιοριστεί. Το Δικαστήριο έτσι δεν αποφάσισε να κατεβούν όλα τα σχετικά δημοσιεύματα που σε αφορούν (αυτό θα ήταν παρανοϊκό) αλλά αποφάσισε να δυσκολέψει τη ζωή όσων κάνουν έρευνα πάνω σε ζητήματα που σε αφορούν.
Δεν είναι δυνατόν, βέβαια, να έχουν οι πάντες το δικαίωμα να αφαιρεθεί ό,τι τους αφορά. Θα πρέπει, σύμφωνα με το Δικαστήριο, να γίνεται στάθμιση. Να σταθμίζεται, δηλαδή, καταρχήν το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή με τα δικαιώματα στην ελευθερία της έκφρασης, της πληροφόρησης, της ενημέρωσης κλπ. Εάν, για παράδειγμα, το άτομο που ζητεί προστασία είναι ένα δημόσιο πρόσωπο (π.χ. ένας πολιτικός) και η ιστορία του ενδιαφέρει την κοινή γνώμη, τότε και η προστασία του θα πρέπει να είναι μικρότερη.
Δεν χρειάζεται να τονίσω πόσο παράλογη και ανεδαφική είναι η απόφαση και πόσο σύντομα θα καταστεί ανεφάρμοστη. Εδώ θα λειτουργήσει οπωσδήποτε το φαινόμενο της ανάστροφης επιλογής: θα καταφύγουν στα δικαστήρια κυρίως τα άτομα που θα έχουν τους πόρους να το κάνουν και για υποθέσεις που θα υπάρχει κατά τεκμήριο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης.
Προφανώς δεν μπορεί να περιοριστεί το Ίντερνετ με δικαστικές αποφάσεις αυτού του είδους. Η πληροφορία δεν μπορεί να εξαφανιστεί, απλά θα αυξηθούν τα εμπόδια στην πρόσβασή της προσωρινά. Μακροπρόθεσμα κι αυτά τα εμπόδια θα καταρρεύσουν, είναι απολύτως βέβαιο για οποιονδήποτε έχει μια στοιχειώδη εικόνα της ψηφιακής επανάστασης. Ελπίζω σύντομα να γίνει αντιληπτό από τα κρατικά όργανα: η τεχνολογία μειώνει τη δυνατότητά τους να περιορίζουν την πληροφόρηση και τις ελευθερίες. Μην ακούτε τους τεχνοφοβικούς, το διαδίκτυο ενισχύει περισσότερο τους πολίτες παρά τον Λεβιάθαν.
* Ο Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εδώ θα βρείτε το άρθρο (όπως δημοσιεύθηκε στα Νέα)
Εδώ θα βρείτε το άρθρο στην ιστοσελίδα των Νέων.
Εδώ θα βρείτε την απόφαση του ECJ (στα ελληνικά) μαζί με όλο το σχετικό υλικό.
Εδώ θα βρείτε το περίφημο άρθρο των Samuel D. Warren & Louis D. Brandeis, "The Right to Privacy" Harvard Law Review (1890).
Διαβάστε ενδιαφέρουσες αναλύσεις σε New York Times, Washington Post, Wall Street Journal, Time, BBC, Guardian και Reuters, τα άρθρα των Jonathan Zittrain (Harvard Law - NYT) και Eric Posner (U Chicago Law - Slate) και εδώ μια σύντομη ανάλυση στα ελληνικά του Βασίλη Σωτηρόπουλου.
Subscribe to:
Posts (Atom)