Βήμα των Ιδεών
Ιούλιος 2008
Νιώθω πολύ άβολα γράφοντας αυτό το άρθρο. Κατ΄ αρχήν γιατί πρόκειται να υποστηρίξω ότι θα πρέπει να αναγνωριστεί ο πολιτικός γάμος μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου σε μια χώρα που δεν θεωρεί καν ότι έφθασε η ώρα για το σύμφωνο συμβίωσης. Επιπλέον, αισθάνομαι αμήχανα καθώς δεν ξέρω πού απευθύνομαι και τι υπερασπίζομαι ζητώντας να αναγνωρίσουμε εμείς ένα δικαίωμα γι΄ αυτούς.
Γιατί το δικαίωμα που διεκδικούν τα ομόφυλα ζευγάρια στην Ελλάδα δεν είναι ένα επίδομα ή μια φοροαπαλλαγή. Ζητούν να τα αντιμετωπίζει ο νόμος με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζει τα ετερόφυλα ζευγάρια. Ζητούν να αναγνωρίσει τη σχέση τους το ελληνικό κράτος. Δεν ξέρω γιατί είναι τόσο σημαντικό να αναγνωρίσει ένα κράτος μια προσωπική σχέση που βασίζεται στην αγάπη και στην αφοσίωση. Υπάρχουν βέβαια σημαντικές έννομες συνέπειες σ΄ αυτή την αναγνώριση και πολλές από αυτές είναι και οικονομικής φύσεως. Αυτές θα μπορούσαν να καλυφθούν με ένα απλό σύμφωνο συμβίωσης. Αυτό όμως, προφανώς, δεν είναι αρκετό και ο λόγος είναι απλός: καθιστά τις σχέσεις μεταξύ των ομόφυλων ζευγαριών σχέσεις δεύτερης κατηγορίας. Ο νόμος σηματοδοτεί στην κοινωνία το ίδιο μείγμα φιλελεύθερης αυτοϊκανοποίησης με λανθάνοντα ρατσισμό που κρύβει η φράση «έχω κι εγώ φίλους που είναι ομοφυλόφιλοι και τους εκτιμώ πολύ»: Εχουμε και στην Ελλάδα ομοφυλόφιλους και με το σύμφωνο συμβίωσης θα κάνουμε το φιλελεύθερο καθήκον μας.
Νιώθω λοιπόν άσχημα γιατί το να υπερασπίζομαι το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στον πολιτικό γάμο είναι σαν να προσπαθώ να πείσω ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι «ανώμαλοι», δεν έχουν κέρατα, είναι κι αυτοί σαν κι εμάς. Ετσι αισθάνομαι όπως οι λευκοί abolitionists που για να πείσουν τους συμπολίτες τους ότι οι μαύροι έχουν ανθρώπινα δικαιώματα έπρεπε πρώτα να τους πείσουν ότι οι μαύροι είναι κι αυτοί άνθρωποι.
Ντρέπομαι λοιπόν που γράφω αυτό το άρθρο γιατί, όπως και να το γράψω, θα προσβάλει πρώτα απ΄ όλους αυτούς που προσπαθώ να υπερασπιστώ.
Γι΄ αυτό θα χρησιμοποιήσω ένα και μόνο επιχείρημα, το ίδιο που χρησιμοποίησε το Ανώτατο Δικαστήριο της Μασαχουσέτης, το πρώτο δικαστήριο που στις 18 Νοεμβρίου 2003 έκρινε ότι τα ομόφυλα ζευγάρια έχουν το δικαίωμα του γάμου, ένα δικαίωμα που θεμελιώνεται στο Σύνταγμα, στις αρχές της ισότητας απέναντι στον νόμο και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας:
Το να απαγορεύεις την πρόσβαση στην προστασία,στα οφέλη και στις υποχρεώσεις ενός πολιτικού γάμου σε ένα άτομο που αποφασίζει να ζήσει σε μια μονογαμική ερωτική σχέση με άτομο του ιδίου φύλου αποτελεί αυθαίρετο αποκλεισμό του από έναν από τους σημαντικότερους και πολυτιμότερους θεσμούς της κοινωνίας μας.Αυτός ο αποκλεισμός είναι ασύμβατος με τις συνταγματικές αρχές του σεβασμού στην ατομική αυτονομία και την ισότητα απέναντι στον νόμο.Το δικαστήριο έδωσε στο νομοθετικό σώμα της Πολιτείας της Μασαχουσέτης προθεσμία 180 ημερών να ρυθμίσει τα σχετικά με τον πολιτικό γάμο ατόμων του ιδίου φύλου. Εφέτος ακολούθησε το Ανώτατο Δικαστήριο της Καλιφόρνιας, ενώ ο πολιτικός γάμος ομοφύλων ζευγαριών έχει ήδη αναγνωριστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά και από τα κοινοβούλια της Ολλανδίας, του Βελγίου, της Νορβηγίας, της Νότιας Αφρικής και της Ισπανίας.
Το σημαντικότερο επιχείρημα κατά της αναγνώρισης του πολιτικού γάμου είναι καθαρά εννοιολογικό: «Δεν έχουμε αντίρρηση να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών,αλλά γιατί να ονομαστεί αυτό “γάμος”;Ο γάμος είναι κάτι άλλο. Για αιώνες θεωρείται γάμος η ένωση άνδρα και γυναίκας,είναι τόσο συνυφασμένο με την κοινωνική ηθική μας,τον πολιτισμό και τις παραδόσεις μας που θα δημιουργήσει πολύ μεγάλες αντιδράσεις χωρίς να έχει ουσιαστική διαφορά,καθώς τα δικαιώματα μπορούν να κατοχυρωθούν πλήρως από το σύμφωνο συμβίωσης». Οι έννοιες όμως εξελίσσονται. Στην Ελλάδα ως τις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι γυναίκες δεν θεωρούνταν πολίτες με την ίδια έννοια που θεωρούνταν οι άνδρες. Ως το 1983 το οικογενειακό μας δίκαιο αντιμετώπιζε τις γυναίκες με απηρχαιωμένο και οπισθοδρομικό τρόπο και ως το 1974 οι αριστεροί ήταν πολίτες β΄ κατηγορίας. Είναι δυνατόν σήμερα να χρησιμοποιούμε ως επιχείρημα ότι ο γάμος έχει μια συγκεκριμένη έννοια, αναλλοίωτη από την εποχή του Βυζαντίου;
Το επιχείρημα της κοινωνικής ηθικής είναι και αυτό σαθρό, διότι τα δικαιώματα δεν εξαρτώνται από την κοινωνική συναίνεση. Πιο ισχυρό είναι το συγγενές «δημοκρατικό επιχείρημα» που σχεδόν όλοι οι έλληνες νομικοί έσπευσαν (καλώς) να χρησιμοποιήσουν: «Για το θέμα θα πρέπει να αποφασίσει η νομοθετική εξουσία». Πρόκειται για κλασική περίπτωση σύγκρουσης της δημοκρατικής με τη φιλελεύθερη αρχή. Οι περισσότεροι Ελληνες (θετικιστές) νομικοί επιλέγουν τη δημοκρατική αρχή και κανείς δεν μπορεί να τους ψέξει γι΄ αυτό. Σε ένα κράτος δικαίου όμως, σε μια ώριμη φιλελεύθερη συνταγματική δημοκρατία με παράδοση civil society και κοινωνίας πολιτών, υπάρχουν πολλές στιγμές που τα δικαιώματα και το δυναμικά ερμηνευμένο Σύνταγμα προηγούνται οποιασδήποτε πλειοψηφίας και αυτή είναι μια τέτοια περίπτωση: το Σύνταγμά μας δεν πρέπει να ερμηνευθεί με βάση την πολιτική ιδεολογία των συντηρητικών συγγραφέων του, αλλά δυναμικά με κριτήριο τις αρχές της ελευθερίας, της ισονομίας και της αυτοδιάθεσης όπως αυτές έχουν εξελιχθεί και γίνονται σήμερα δεκτές διεθνώς.
Επομένως, το πώς θα αναγνωριστεί ο γάμος είναι ένα ερώτημα, αλλά σίγουρα όχι από (καλοπροαίρετες) πρωτοβουλίες δημάρχων. Το ιδανικό θα ήταν να ρυθμιστεί με νόμο που θα ψηφιστεί από τη Βουλή των Ελλήνων. Αυτό φαίνεται, προς το παρόν, εξαιρετικά απίθανο, καθώς η πολιτική δειλία όλων των μεγάλων ελληνικών κομμάτων είναι πρωτοφανής. Οι αρχές του κράτους δικαίου θα μπορούσαν να επιβληθούν από τα δικαστήρια, αλλά η αντίδραση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν αφήνει περιθώρια για αισιοδοξία.
Ενα άλλο σημαντικό επιχείρημα έχει να κάνει με τις συνέπειες της αναγνώρισης. «Θα μπορούν να υιοθετούν παιδιά;». Εδώ αναγνωρίζω ότι δεν προέχει η ελευθερία των ατόμων, αλλά το συμφέρον του παιδιού. Για μένα το ζήτημα αυτό έχει αποκλειστικά επιστημονική απάντηση. Αν δεν υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις από παιδοψυχολόγους και άλλους ειδικούς επιστήμονες που να βασίζονται στην εμπειρική έρευνα, δεν βλέπω κανέναν λόγο να αποκλειστούν οι υιοθεσίες και οι άλλοι τρόποι απόκτησης παιδιού από ένα ομόφυλο ζευγάρι.
Το τελευταίο επιχείρημα έχει να κάνει με τον ρόλο του νόμου, που πρέπει να είναι διαπαιδαγωγικός: «Η εξομοίωση της σχέσης των ομόφυλων ζευγαριών με τις σχέσεις των ετερόφυλων δίνει ένα προβληματικό μήνυμα στην κοινωνία.Εξομοιώνει δύο είδη σχέσεων που δεν είναι ποιοτικά ισότιμες.Ο νόμος λοιπόν θα πρέπει να προστατεύει τα ομόφυλα ζευγάρια,αλλά να μην τα εξομοιώνει με τα ετερόφυλα.Θα πρέπει να αναγνωρίσει το σύμφωνο αλλά όχι τον γάμο,στέλνοντας στην κοινωνία και στους νέους το μήνυμα ότι υπάρχει διαφορά». Ποια είναι στην πραγματικότητα η διαφορά; Στη δυνατότητα τεκνοποίησης; Οχι βέβαια! Στην κοινωνική αποδοχή; Εσείς ποιον ρωτήσατε προτού παντρευτείτε; Στην αγάπη; Μπορείς να ταξινομήσεις την αγάπη;
Για το ότι αργά ή γρήγορα το ελληνικό κράτος θα αναγνωρίσει τους γάμους μεταξύ ομοφύλων (όχι μόνο το σύμφωνο συμβίωσης) δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Το ερώτημα είναι αν θα το κάνει εφαρμόζοντας τις αρχές της ισότητας και της αυτοδιάθεσης για όλους τους πολίτες του ή θα το κάνει υποχρεωμένο από την ευρωπαϊκή νομοθεσία ή έπειτα από δικαστικές αποφάσεις ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Το αποτέλεσμα θα είναι βέβαια το ίδιο. Για μία ακόμη φορά όμως το ελληνικό κράτος θα έχει αποτύχει να κάνει όλους τους πολίτες του να νιώθουν αξιοπρεπείς.
Διαβάστε το άρθρο όπως δημοσιεύθηκε στο Βήμα Ιδεών (σε μορφή PDF)
Εδώ θα βρείς ένα ακόμα άρθρο μου για το ίδιο ζήτημα που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2013